Στο µέσον της Στοάς Αρσακείου που συνδέει την Πανεπιστηµίου µε τη Σταδίου, είναι τοποθετηµένη µια παλιά λινοτυπική µηχανή, για να θυµίζει ίσως στους περαστικούς τον τρόπο που στοιχειοθετούνταν τα βιβλία και οι εφηµερίδες µερικές δεκαετίες πριν. Η λινοτυπική µηχανή δεν είναι αντίγραφο, είναι η αυθεντική µηχανή και ένας Θεός ξέρει τι θα είχε να πει για την ιστορία της, αν µπορούσε να µιλήσει. Ωστόσο και µόνο µε την παρουσία της και µε τον όγκο της προκαλεί τον σεβασµό, που αυθόρµητα νιώθεις όταν η ιστορία σου συστήνεται αυτοπρόσωπα µε ένα κοµµάτι µάρµαρο, ένα χειρόγραφο ή ένα γεωργικό εργαλείο.
Το µεσηµέρι της περασµένης Τρίτης τρία παιδάκια, δύο αγοράκια και ένα κοριτσάκι, περίπου επτά µε εννέα χρόνων, είχανε βαλθεί να αποσυναρµολογήσουν την, αφύλαχτη είναι αλήθεια, λινοτυπική µηχανή. Την καβαλικεύουν, δοκιµάζουν αν τα πλήκτρα της είναι καλά στερεωµένα και αν θα καταφέρουν να αποσπάσουν από το σώµα της τους µοχλούς και τα εξαρτήµατα που προεξέχουν. Σαν να επρόκειτο για ένα παιχνίδι δυσανάλογο για τα µέτρα τους, που µε λίγη ή πολλή προσπάθεια θα καταφέρνανε να το ξεχαρβαλώσουν.
Ενας ηλικιωµένος σταµατάει, κοιτάζει επίµονα τα παιδιά και µε τρυφερότητα σχεδόν τους λέει πως δεν πρόκειται για παιχνίδι, αλλάγια ένα «µνηµείο» του παρελθόντος που έχει τοποθετηθεί στο µέσον της Στοάς ώστε να το χαίρονται όλοι οι περαστικοί. Τα παιδιά σχεδόν δεν τον ακούνε και συνεχίζουν το «παιχνίδι» τους, ενώ την ίδια στιγµή πετάγεται ως λέαινα από την παρακείµενη καφετέρια – προφανώς – η µητέρα τους που, αντί να ταραχτεί µε την αταξία των µικρών, κραυγάζει προς τον ηλικιωµένο: «Εσένα τι σε νοιάζει, δικό σου είναι;». Ο ηλικιωµένος µε ετοιµότητα της αντιλέγει: «∆εν λυπάµαι εσένα κυρά µου, γιατί εσένα η ζωή σου έχει καταστραφεί. Λυπάµαι όµως που καταστρέφεις και τη ζωή των παιδιών».
Με τη σειρά µας µπορούµε να λυπόµαστε όλοι µας – µε εξαίρεση τη µητέρα των τριών µικρών διαβόλων – ότι αν οι δηµόσιοι χώροι έχουν καταντήσει εφιάλτης είναι γιατί, µε το να µην τους λογαριάζουµε δικούς µας, µπορούµε να τους καταστρέφουµε. ∆εν σκεφτόµαστε καν πως οι δηµόσιοι χώροι ανήκουν πολύ περισσότερο σε όλους εµάς τους καθηµερινούς ανθρώπους, που τους ζούµε, και πολύ λιγότερο ή σχεδόν καθόλου στους αξιωµατούχους της πολιτικής ζωής που φανταζόµαστε ότι τους ενοχλούµε µε µια σχετική καταστροφή. ∆εν υπάρχει πιο ολέθρια ταύτιση από εκείνη του κράτους µε τους δηµόσιους χώρους και, αφού το κράτος ως έννοια και ως πραγµατικότητα δεν µας είναι χειροπιαστά, καταστρέφουµε τους δηµόσιους χώρους που το αντιπροσωπεύουν.
Παραµένει βέβαια ένα µυστήριο πώς γίνεται να αισθανόµαστε – όσο και αν είναι πολύ µεγαλύτερη – ως απειλή να µας αφορά η καταστροφή στην Ιαπωνία και να µην αντιλαµβανόµαστε ότι εξίσου επικίνδυνο παραµένει το να καταστρέφουµε τη γειτονιά µας. Ισως να χρειάζεται η απειλή για την καταστροφή να έχει έναν εξωτικό χαρακτήρα για να τη νιώθουµε υπαρκτή, ενώ όταν την ψηλαφούµε και την προκαλούµε εµείς οι ίδιοι, να µας αφήνει σχεδόν αδιάφορους.
Αλλά υπάρχει κάτι ακόµα χειρότερο:Με την ευκολία που καταστρέφεις κάτι που δεν είναι δικό σου, το ίδιο απερίσκεπτα µπορείς να χρησιµοποιήσεις κάθε είδουςανοµία προκειµένου να το αποκτήσεις και να το κάνεις προσωπική σου ιδιοκτησία. Είναι η ίδια ακριβώς νοοτροπία που κάνει τον µικροαστό να φαντάζεται ότι ένα γλυπτό της Αρχαιότητας είναι πιο σωστό και πιο νόµιµο να κοσµεί το σαλόνι του σπιτιού του παρά να το χαίρονται εκατοµµύρια άνθρωποι σε ένα µουσείο.
Αν όµως δεν συνειδητοποιήσουµε ότι η κοινοκτηµοσύνη όσον αφορά οποιοδήποτε αγαθό, υλικό ή πνευµατικό, ακόµα και λόγω της θέας του, είναι µια ύψιστη αξία, τότε όσα και αν αποκτήσουµε, τίποτα δεν θα είναι πραγµατικά δικό µας.
Το µεσηµέρι της περασµένης Τρίτης τρία παιδάκια, δύο αγοράκια και ένα κοριτσάκι, περίπου επτά µε εννέα χρόνων, είχανε βαλθεί να αποσυναρµολογήσουν την, αφύλαχτη είναι αλήθεια, λινοτυπική µηχανή. Την καβαλικεύουν, δοκιµάζουν αν τα πλήκτρα της είναι καλά στερεωµένα και αν θα καταφέρουν να αποσπάσουν από το σώµα της τους µοχλούς και τα εξαρτήµατα που προεξέχουν. Σαν να επρόκειτο για ένα παιχνίδι δυσανάλογο για τα µέτρα τους, που µε λίγη ή πολλή προσπάθεια θα καταφέρνανε να το ξεχαρβαλώσουν.
Ενας ηλικιωµένος σταµατάει, κοιτάζει επίµονα τα παιδιά και µε τρυφερότητα σχεδόν τους λέει πως δεν πρόκειται για παιχνίδι, αλλάγια ένα «µνηµείο» του παρελθόντος που έχει τοποθετηθεί στο µέσον της Στοάς ώστε να το χαίρονται όλοι οι περαστικοί. Τα παιδιά σχεδόν δεν τον ακούνε και συνεχίζουν το «παιχνίδι» τους, ενώ την ίδια στιγµή πετάγεται ως λέαινα από την παρακείµενη καφετέρια – προφανώς – η µητέρα τους που, αντί να ταραχτεί µε την αταξία των µικρών, κραυγάζει προς τον ηλικιωµένο: «Εσένα τι σε νοιάζει, δικό σου είναι;». Ο ηλικιωµένος µε ετοιµότητα της αντιλέγει: «∆εν λυπάµαι εσένα κυρά µου, γιατί εσένα η ζωή σου έχει καταστραφεί. Λυπάµαι όµως που καταστρέφεις και τη ζωή των παιδιών».
Με τη σειρά µας µπορούµε να λυπόµαστε όλοι µας – µε εξαίρεση τη µητέρα των τριών µικρών διαβόλων – ότι αν οι δηµόσιοι χώροι έχουν καταντήσει εφιάλτης είναι γιατί, µε το να µην τους λογαριάζουµε δικούς µας, µπορούµε να τους καταστρέφουµε. ∆εν σκεφτόµαστε καν πως οι δηµόσιοι χώροι ανήκουν πολύ περισσότερο σε όλους εµάς τους καθηµερινούς ανθρώπους, που τους ζούµε, και πολύ λιγότερο ή σχεδόν καθόλου στους αξιωµατούχους της πολιτικής ζωής που φανταζόµαστε ότι τους ενοχλούµε µε µια σχετική καταστροφή. ∆εν υπάρχει πιο ολέθρια ταύτιση από εκείνη του κράτους µε τους δηµόσιους χώρους και, αφού το κράτος ως έννοια και ως πραγµατικότητα δεν µας είναι χειροπιαστά, καταστρέφουµε τους δηµόσιους χώρους που το αντιπροσωπεύουν.
Παραµένει βέβαια ένα µυστήριο πώς γίνεται να αισθανόµαστε – όσο και αν είναι πολύ µεγαλύτερη – ως απειλή να µας αφορά η καταστροφή στην Ιαπωνία και να µην αντιλαµβανόµαστε ότι εξίσου επικίνδυνο παραµένει το να καταστρέφουµε τη γειτονιά µας. Ισως να χρειάζεται η απειλή για την καταστροφή να έχει έναν εξωτικό χαρακτήρα για να τη νιώθουµε υπαρκτή, ενώ όταν την ψηλαφούµε και την προκαλούµε εµείς οι ίδιοι, να µας αφήνει σχεδόν αδιάφορους.
Αλλά υπάρχει κάτι ακόµα χειρότερο:Με την ευκολία που καταστρέφεις κάτι που δεν είναι δικό σου, το ίδιο απερίσκεπτα µπορείς να χρησιµοποιήσεις κάθε είδουςανοµία προκειµένου να το αποκτήσεις και να το κάνεις προσωπική σου ιδιοκτησία. Είναι η ίδια ακριβώς νοοτροπία που κάνει τον µικροαστό να φαντάζεται ότι ένα γλυπτό της Αρχαιότητας είναι πιο σωστό και πιο νόµιµο να κοσµεί το σαλόνι του σπιτιού του παρά να το χαίρονται εκατοµµύρια άνθρωποι σε ένα µουσείο.
Αν όµως δεν συνειδητοποιήσουµε ότι η κοινοκτηµοσύνη όσον αφορά οποιοδήποτε αγαθό, υλικό ή πνευµατικό, ακόµα και λόγω της θέας του, είναι µια ύψιστη αξία, τότε όσα και αν αποκτήσουµε, τίποτα δεν θα είναι πραγµατικά δικό µας.