Ο άνθρωπος, ανεξάρτητα αν με τα έργα του την προσβάλλει ή όχι, τρέφει για τη φύση ένα ιδιότυπο δέος που μοιάζει πολύ με το θρησκευτικό. Οι πρόγονοί μας, οι πολύ πρωτόγονοι αλλά και οι μεταγενέστεροι που δημιούργησαν αξιοσημείωτο πολιτισμό, θεωρούσαν τη φύση θεότητα, την είχαν μάλιστα διασπάσει σε πολλές άλλες μικρότερες θεότητες, τις οποίες λάτρευαν. Ο ήλιος, η σελήνη, τα αστέρια, ο ουρανός, η γη, η βροχή, η θάλασσα, τα ποτάμια, τα ηφαίστεια, οι σεισμοί ήταν ένα είδος θεών και μάλιστα στην πλειοψηφία τους θυμωμένων που απαιτούσαν θυσίες για να εξευμενιστούν. Αργότερα που το μυαλό μας ωρίμασε λίγο περισσότερο, αρχίσαμε να λατρεύουμε τη θεότητα που κρυβόταν πίσω από τα σύμβολά της. Έτσι ο ήλιος δεν ήταν θεός, ήταν το σύμβολο του θεού, το ίδιο και ο κεραυνός, τα ηφαίστεια, οι θάλασσες κλπ. Πιο μετά εμφανίστηκαν λατρείες που ενοποιούσαν τη φύση και την έκαναν δημιούργημα ενός και μόνου θεού. Αλλά και εδώ ο απέραντος θαυμασμός και το δέος δεν έλειπαν, απλώς τώρα θεότητα δεν ήταν η ίδια η φύση αλλά ο πλάστης της. (Στην πραγματικότητα είναι το ίδιο: αν η φύση δεν μας προκαλούσε δέος και θαυμασμό, ούτε και ο πλάστης της θα μας κινούσε το ενδιαφέρον).
Κάπου σε αυτό το σημείο έχουμε προς το παρόν σταματήσει, αν και στην εποχή μας υπάρχουν πολλοί που ενώ δεν ανήκουν σε καμιά θρησκεία και δηλώνουν αγνωστικιστές ή άθεοι ή αδιάφοροι τέλος πάντων με τα θρησκευτικά θέματα, αισθάνονται όμως βαθύτατο δέος γι αυτό που ονομάζουμε φύση και λίγο απέχουν από το να τη θεοποιήσουν ξανά.
Θρησκευόμενοι ή όχι οι άνθρωποι δεν μπορούν να αντισταθούν στο μεγαλείο της φύσης και στις ισορροπίες που έχει αυτή επιτύχει. Η σοφία της φύσης, όρος κοινότατος, υπονοεί αυτές τις θαυμαστές ισορροπίες και τα χίλια μύρια τεχνάσματά της για να διατηρήσει και να διαιωνίσει τη ζωή. Αλλά και πέρα από τη ζωή, στον κόσμο της λεγόμενης άψυχης ύλης, βλέπουμε τους φυσικούς νόμους να επιβάλλουν μια τάξη πραγμάτων αδιατάρακτη: η ύλη υπακούει σ’ αυτούς τους νόμους και έχει τη μορφή και την κίνηση που της έχει καθορίσει η φύση. Πιο κάτω ακόμα, στη μορφή της ελάχιστης ύλης, όπου μαζί της συγχέεται η ενέργεια, η επιστήμη ανακαλύπτει περίεργες συμπεριφορές της ύλης, αλλά ακόμα είναι πολύ νωρίς να μιλήσει κανείς γι αυτές.
Δεν είναι επομένως καθόλου παράξενο που ο άνθρωπος, τόσο ο πρωτόγονος όσο και ο εξελιγμένος, στέκονται μπροστά στη φύση με σεβασμό. Πρόκειται για μια δύναμη ασύλληπτη για τα ανθρώπινα μέτρα. Εκτός από το σεβασμό, ο άνθρωπος νιώθει ευλόγως και φόβο. Όταν η φύση θυμώσει (προσωποποίηση), τότε γινόμαστε μικρά σκουπιδάκια που παρασύρονται από τα τεράστια κύματα της θάλασσας και πνίγονται, καταπλακώνονται από τεράστιους βράχους και συνθλίβονται, γκρεμίζονται σε χάσματα της γης που ανοίγονται μπροστά στα πόδια τους και εξαφανίζονται, βουλιάζουν και χάνονται στις πλημμύρες και στα χιόνια και δεν υπάρχει τέλος σ’ αυτές τις τραγωδίες.
Από την άλλη, όταν η φύση είναι στις καλές της, πάλι στεκόμαστε βουβοί μπροστά στην ασύλληπτη ομορφιά του κόσμου που μας περιβάλλει ( αν και η φυσική ομορφιά είναι κάτι υποκειμενικό, αρέσει στον άνθρωπο, αλλά δεν ξέρουμε αν θα άρεσε και σε άλλα νοήμονα όντα). Αυτή η ομορφιά τεραστίων διαστάσεων, όπως είναι ένα φυσικό τοπίο ή ελαχίστων διαστάσεων, όπως είναι ένα πολύχρωμο ψαράκι ή ένα λουλουδάκι, είναι αδύνατο να μη μας εντυπωσιάσει και να μη μας προκαλέσει συναισθήματα δέους και θαυμασμού.
Και βέβαια παρατηρώντας τους φυσικούς νόμους που διέπουν όχι μόνο τη ζωντανή ύλη αλλά και την άψυχη, δεν μπορούμε παρά να μείνουμε άφωνοι. Από το σημείο αυτό μέχρι του σημείου να υποκλιθούμε μπροστά στη φύση και να ομολογήσουμε την άνευ όρων υποταγή μας, δεν είναι πολύς ο δρόμος.
Με τόση λατρεία και τόσο θαυμασμό και θάμπος να μας διακατέχει, είναι δύσκολο να βρούμε το κουράγιο να ασκήσουμε κριτική στις μεθόδους που μετέρχεται για να κρατήσει τον κόσμο μας ακμαίο και θαλερό. Δηλώνουμε ανυπόκριτοι θαυμαστές και οπαδοί της και, όταν βλέπουμε κάτι φριχτό και αποτρόπαιο να διαδραματίζεται στο φυσικό κόσμο που προκαλεί την ανθρώπινη ευαισθησία μας (και την ηθική μας), κλείνουμε τα μάτια και λέμε μοιρολατρικά: «Έτσι συμβαίνει στη φύση». Και με τον τρόπο αυτό προσπαθούμε να συμβιβάσουμε τα ασυμβίβαστα, δηλαδή το φριχτό και αποτρόπαιο της φύσης με την ανθρώπινη ευαισθησία και ηθική.
Καλώς.
Ωστόσο, όσοι δηλώνουν ένθερμοι θαυμαστές της φύσης και υπάκουα τέκνα της, πρέπει να συμμορφώνονται στις επιταγές της και να μη μοιάζουν στον Αδάμ και την Εύα που ναι μεν αγαπούσαν πολύ τον Κύριο που τους έδωσε ζωή, από την άλλη όμως έτρωγαν κρυφά απαγορευμένους καρπούς.
Πρέπει λοιπόν να υπακούν στους φυσικούς νόμους και να μην τους καταπατούν. Όταν γεννιέται ένα ανάπηρο παιδί, πρέπει να το θανατώνουν αμέσως, γιατί αυτό κάνει η φύση. Όταν ο ισχυρός πατάσσει τον ανίσχυρο, πρέπει να το δέχονται αυτό με την ανάλογη κατανόηση και να μην παίρνουν το μέρος του ανίσχυρου. Όταν κάποιος κλέβει κάποιον άλλον, πρέπει να τον αφήνουν να το κάνει, γιατί στη φύση η κλοπή είναι μια πολύ φυσική πράξη. Όταν ο άνδρας σκορπά το σπέρμα του εδώ κι εκεί και δεν το φυλάει για μια μόνο γυναίκα, δεν πρέπει να τον λένε άπιστο και μοιχό, αλλά να τον επαινούν, γιατί υπακούει στις επιταγές της φύσης. Όταν η μητρυιά ή ο πατριός κακοποιούν ή θανατώνουν τον προγονό τους, δεν πρέπει να τους πηγαίνουν στα δικαστήρια, αλλά να τους καμαρώνουν, γιατί υπάκουσαν στη φύση κι έδωσαν τόπο στα δικά τους παιδιά. Όταν ομάδες ανθρώπων συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοτραυματίζονται με πέτρες και με ρόπαλα, πρέπει να το αποδέχονται αυτό με ηρεμία και όχι να διαμαρτύρονται, ότι χάλασε η κοινωνία. Όταν κάποιοι γεννοβολούν δέκα και είκοσι παιδιά και μόλις αυτά μεγαλώσουν λίγο, τα πετούν στους δρόμους, πρέπει να χαίρονται, γιατί οι γονείς αυτοί κάνουν αυτό που επιθυμεί η φύση. Όταν ο πατέρας ή ο αδελφός ή άλλος συγγενής βιάζει την κόρη, την αδελφή, την εξαδέλφη, την ανιψιά του, δεν πρέπει να σοκάρονται, γιατί η φύση το προβλέπει αυτό. Όταν καταλύεται κάπου η δημοκρατία και οι δυνατοί αναλαμβάνουν την εξουσία, πρέπει να χαίρονται, γιατί έτσι λειτουργούν στη φύση οι αγέλες των ζώων.
Όταν κάποιος άρρωστος ή τραυματίας κείτεται στο δρόμο, πρέπει να τον προσπερνούν, γιατί η φύση θα αποφασίσει αν θα τους θεραπεύσει ή αν θα τους ξαποστείλει, δεν είναι δική μας δουλειά. Αν σε κάποιο μέρος του κόσμου οι άνθρωποι πεθαίνουν από έλλειψη τροφής και νερού, δεν πρέπει να τρέχουν να τους βοηθήσουν, γιατί στη φύση σε αντίστοιχες περιπτώσεις τα ζώα πεθαίνουν, έτσι έχει ρυθμιστεί αυτό. Ούτε χρειάζεται να τρέχουν να σώσουν τους συνανθρώπους τους στην άλλη μεριά του πλανήτη που επλήγησαν από σεισμό ή τσουνάμι, η φύση δεν προβλέπει τέτοιες ευαισθησίες και χάσιμο χρόνου και ενέργειας. Εξάλλου το είδος μας δεν κινδυνεύει από αφανισμό, κάτι που ίσως απασχολούσε τη φύση, αν συνέβαινε. Αλλά και όταν αρρωσταίνουν οι ίδιοι, το καλύτερο που έχουν να κάνουν, είναι να κάτσουν ήσυχοι σε μια γωνιά και να περιμένουν τη φυσική ίασή τους. Είναι γνωστό ότι η φύση διαθέτει πολλούς αμυντικούς μηχανισμούς κατά της αρρώστιας. Αν δεν ιαθούν και πεθάνουν, δεν πειράζει, κι αυτό το προβλέπει η φύση. Επίσης, αν καταφέρουν και γεράσουν και αρχίσει το σώμα τους να καταρρέει, πρέπει να αποδεχτούν τον εκφυλισμό του με απόλυτη φυσικότητα και να μην περιμένουν από τους άλλους συμπαράσταση και βοήθεια, διότι αυτό δεν προβλέπεται από τους φυσικούς νόμους. Πολύ λιγότερο δεν πρέπει να έχουν αξιώσεις να τους γηροκομήσουν τα παιδιά τους, τα οποία θα τα έχουν διώξει από κοντά τους από τότε που μπήκαν στην εφηβεία και είναι άγνωστο πού βρίσκονται και τι κάνουν.
Με μια τέτοια υπακοή στη Σκοτεινή Μητέρα θα λύσουμε και το πρόβλημα της αστυνομίας, των δικαστηρίων και των φυλακών. Θα συλλαμβάνονται μόνο όσοι αφαιρούν τη ζωή των συνανθρώπων τους, μια και αυτό δεν το προβλέπει η φύση. Όλοι οι άλλοι, βιαστές, αιμομίκτες, ταραχοποιοί, κλέφτες, φονείς νεογέννητων, δικτάτορες και άλλες ποικίλες παραλλαγές συνανθρώπων μας θα κυκλοφορούν ανενόχλητοι, διότι αυτοί θα υπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τη φύση.
Δεν ξέρω επίσης, αν χρειάζονται καθόλου και τα νοσοκομεία και οι γιατροί, μια και το σωστότερο θα ήταν να αφηνόμαστε στις φροντίδες της φύσης. Κι αν αυτή κρίνει ότι ήρθε η ώρα μας να προσβληθούμε από κάποια βαριά ασθένεια ή ότι περάσαμε τη γόνιμη ηλικία και επομένως είμαστε άχρηστοι πλέον, καλά θα κάνουμε να συμμορφωθούμε με την απόφασή της και να περιμένουμε το θάνατο με την υπομονή και την καρτερία που τον περιμένουν τα άλλα ζώα.
Έτσι κι αλλιώς η Σκοτεινή Μητέρα δεν μας θέλει αθάνατους.
Και όταν φτάσουμε σε αυτό το σημείο της τυφλής υπακοής στη θεά, καλό είναι να της στήσουμε και μερικούς ναούς και να τη λατρεύουμε. Στο κάτω-κάτω το Θεό δεν τον είδε κανείς και δεν ξέρουμε κι αν υπάρχει καθόλου. Τη Φύση όμως τη βλέπουμε, δεν πρόκειται εδώ για παράνοια ή για οφθαλμαπάτη. Καλού κακού δεν βλάπτει να την καλοπιάνουμε.