Την περασµένη Κυριακή ήµουν απ’ αυτούς που δεν πέρασαν κι άσκηµα. Εκλεινα µια δεκαετία και είπα να µην εγκαινιάσω και µια δεύτερη χωρίς να έχω πάει στο γήπεδο. Η φίλη µου, που την κρατούσα ενήµερη online, είχε παρόµοια σχέδια. Συγκεκριµένα ετοιµαζόταν να πάει στο ντέρµπι Λινσόπιν - Νορσόπιν του Σβένσκα Μέστερσκοπ.
Και µη µε ρωτήσετε τι δουλειά έχει µια Ελληνίδα είκοσι τριών ετών, σκέτη πηγή θερµότητας, στα πλέι οφ του σουηδικού πρωταθλήµατος χόκεϊ επί πάγου. Ο έρωτας σε συνδυασµό µε την κρίση θα φέρει τα πάνω κάτω στο κλίµα και τις συνήθειες των αποδηµητικών, να µου το θυµηθείτε. Ετσι, λοιπόν, την ώρα που έπεφταν βροχή τα γκολ στο Καραϊσκάκη, το Λινσόπιν αποκλειόταν από τους ηµιτελικούς και οι φαρµακωµένοι φίλαθλοί του, τυλιγµένοι στα οπαδικά κασκόλ τους, γύριζαν σπίτι µε τα πόδια γιατί το πάρκινγκ είχε, λέει, παραχωρηθεί στα αυτοκίνητα της φιλοξενούµενης οµάδας.
Παρά τους µείον βαθµούς, ούτε µία φωτοβολίδα ούτε ένα καπνογόνο δεν ζέσταναν τον χώρο και η όλη απογοήτευση εκφραζόταν µε υπόκωφα αχ και ωχ, ενώ µέσα στο τερέν οι παίκτες τσάκιζαν κεφάλια, ξεβίδωναν αρθρώσεις κι έφτυναν τα δοντάκια τους στον πάγο. Μετά το σφύριγµα της λήξης, διαιτητής και οµάδες αντάλλαξαν χειραψίες ίσως δε και διευθύνσεις στο twitter. ∆εν χρειάστηκα περαιτέρω διευκρινίσεις για το σουηδικό µοντέλο. Κι αν περνάει ακόµη το νόµισµά µας, του χρόνου θα πάρω διαρκείας για το Λινσόπιν, οπωσδήποτε.