Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

"Το σπίτι μέσα στην έρημο" ένα παραμύθι του Τζιάννι Ροντάρι (από τα "Παραμύθια για να σπάτε κέφι", μτφ. Άλκης Ζέη, εικόνες Σοφίας Ζαραμπούκα, εκδόσεις Κέδρος, 1981)



·       Το σπίτι μέσα στην έρημο
                                        
                                          του Τζιάννι Ροντάρι

   Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας άνθρωπος πολύ πλούσιος. Πιο πλούσιος κι από τον πιο πλούσιο δισεκατομμυριούχο Αμερικάνο. Πιο πλούσιος και από το θείο Σκρουτζ. Πάρα, πάρα, πάρα πολύ πλούσιος. Είχε μαγαζιά ολόκληρα γεμάτα νομίσματα, από το πάτωμα ως το ταβάνι κι από το υπόγειο ως την ταράτσα. Νομίσματα χρυσά, ασημένια, μετάλλινα. Νομίσματα των πεντακοσίων, των εκατό, των πενήντα. Λίρες ιταλικές, ελβετικά φράγκα, στερλίνες εγγλέζικες, δολάρια, ρούβλια, ζλότι, δηνάρια. Είχε στατήρες, ζυγαριές για νομίσματα όλων των ειδών απ’ όλες τις χώρες. Είχε χιλιάδες μπαούλα σφραγισμένα, γεμάτα χαρτονομίσματα.
   Αυτόν τον άνθρωπο τον έλεγαν Πουκ.
   Ο κύριος Πουκ αποφάσισε να φτιάξει ένα σπίτι.
-          Θα το κάνω μέσα στην έρημο, είπε, μακριά απ’ όλους κι απ’ όλα.
   Στην έρημο δεν υπάρχουνε πέτρες για να χτίσει κανείς σπίτι, ούτε τούβλα ούτε ασβέστης ούτε ξύλο ούτε μάρμαρο. Δεν υπάρχει τίποτα έξω από άμμο.
-          Τόσο το καλύτερο, σκεφτότανε ο κύριος Πουκ, θα φτιάξω ένα σπίτι από τα λεφτά μου. Αντί για πέτρες, τούβλα, ξύλο και μάρμαρο, θα χρησιμοποιήσω τα νομίσματά μου.
   Φώναξε έναν αρχιτέκτονα και τον έβαλε να κάνει το σχέδιο του σπιτιού.
-          Θέλω τριακόσια εξήντα πέντε δωμάτια, είπε ο κύριος Πουκ, ένα για κάθε μέρα του χρόνου. Το σπίτι πρέπει να έχει δώδεκα ορόφους, ένα για κάθε μήνα του χρόνου. Θέλω πενήντα δύο σκάλες, μια για κάθε βδομάδα του χρόνου. Κι όλο το σπίτι πρέπει να φτιαχτεί από νομίσματα. Καταλάβατε;
-          Θα χρειαστεί τουλάχιστον κανένα καρφί…
-          Καθόλου. Αν σας χρειαστούν καρφιά, πάρτε τα χρυσά μου νομίσματα, λιώστε τα και φτιάξτε καρφιά.
-          Για τη στέγη θα χρειαστούν κεραμίδια.
-          Καθόλου. Μεταχειριστείτε τα ασημένια μου νομίσματα και θα γίνει μια στέγη πολύ γερή.
   Ο αρχιτέκτονας έκανε το σχέδιο. Για να μεταφέρουνε μέσα στην έρημο όλα τα νομίσματα που χρειαζότανε, είχανε ανάγκη από τρεις χιλιάδες πεντακόσιες νταλίκες.
   Για να μείνουν οι εργάτες χρειάστηκε να στηθούν τετρακόσιες σκηνές.
   Κι αρχίσανε τη δουλειά. Σκάψανε τα θεμέλια κι ύστερα αντί να ρίξουν τσιμέντο ρίχνανε ολόκληρα φορτηγά νομίσματα.
   Φτιάξανε τους τοίχους με νόμισμα πάνω στο νόμισμα. Το πρώτο πάτωμα έγινε από ασημένια νομίσματα ιταλικά, των πεντακοσίων λιρών. Το δεύτερο, όλο από δολάρια.
   Ύστερα φτιάξανε τις πόρτες. Κι εκείνες τις έκαναν από νομίσματα κολλημένα το ένα με το άλλο. Μετά τα παράθυρα. Χωρίς τζάμια. Τα ξώφυλλα γίνανε από αυστριακά σελίνια και μάρκα γερμανικά και τα ντύσανε από μέσα με χαρτονομίσματα τούρκικα και ελβετικά.
   Η στέγη, ο δρόμος φτιάχτηκαν από νομίσματα μετάλλινα και ασημένια.
   Τα έπιπλα, η μπανιέρα, οι βρύσες, τα χαλιά, το κιγκλίδωμα του υπόγειου, το αποχωρητήριο: όλα από νομίσματα, νομίσματα, νομίσματα και πάλι από νομίσματα.
   Κάθε βράδυ ο κύριος Πουκ, σαν οι εργάτες τέλειωναν τη δουλειά τους, τους έψαχνε πατόκορφα για να είναι σίγουρος πως δε χώσανε κανένα νόμισμα μέσα στην τσέπη ή στο παπούτσι τους. Τους έβαζε ακόμα να βγάζουν έξω τη γλώσσα τους, γιατί μπορούσανε να κλέψουνε καμιά πεσέτα ή πιάστρα και να την κρύψουν από κάτω.
   Όταν τέλειωσε το σπίτι, περίσσεψαν ένα σωρό νομίσματα. Ο κύριος Πουκ έβαλε να του τα μεταφέρουν στα υπόγεια στα δωμάτια, στα δώματα, κι άφησε μόνο ένα στενό χώρο ελεύθερο ίσα ίσα να μπορεί να περνάει και να τα μετράει.
   Ύστερα φύγανε όλοι: ο αρχιτέκτονας, ο εργολάβος, οι εργάτες, οι φορτηγατζήδες και ο κύριος Πουκ έμεινε μόνος μέσα στην έρημο στο απέραντο σπίτι του που ήτανε φτιαγμένο από νομίσματα. Τα πόδια του πατούσαν νομίσματα, το κεφάλι του άγγιζε νομίσματα, δεξιά κι αριστερά νομίσματα, μπρος και πίσω νομίσματα, κι όπου και να γύριζε το βλέμμα αντίκριζε νομίσματα και πάλι νομίσματα. Ακόμα κι αν στεκότανε με το κεφάλι κάτω και τα πόδια απάνω πάλι νομίσματα θα ‘βλεπε. Στους τοίχους κρεμόντανε πίνακες μεγάλης αξίας: δεν ήτανε ζωγραφική, αλλά νομίσματα μέσα σε κορνίζα που κι αυτή ήτανε φτιαγμένη από νομίσματα. Υπήρχανε αγάλματα, εκατοντάδες αγάλματα, καμωμένα από μπρούτζινα, χάλκινα και σιδερένια νομίσματα.
   Γύρω από τον κύριο Πουκ και το σπίτι του απλωνότανε η απέραντη έρημος που χανότανε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Καμιά φορά φυσούσε βοριάς ή νοτιάς και τα πορτοπαράθυρα χτυπούσανε κάνοντας έναν παράξενο ήχο. Ένα μελωδικό κουδούνισμα, που στο άκουσμά του ο κύριος Πουκ, που είχε γερό αυτί, μπορούσε να ξεχωρίσει τα νομίσματα κάθε χώρας: «Αυτό το τζιν το κάνουνε οι κορόνες της Δανίας, τούτο το ντιν τα ολλανδέζικα φιορίνια… Κι αυτός εδώ είναι ο ήχος της Βραζιλίας, της Ζάμπιας, της Γουατεμάλας…»
   Όταν ο κύριος Πουκ ανέβαινε τις σκάλες μπορούσε να ξεχωρίσει χωρίς καν να κοιτάξει τα νομίσματα που ποδοπατούσε από το τρίξιμο που έκαναν κάτω από τις σόλες του· είχε πόδια πολύ ευαίσθητα.
   Κι ανεβαίνοντας με τα μάτια κλειστά μουρμούριζε: «Ρουμανία, Ινδίες, Ινδονησία, Ισλανδία, Καναδάς, Ιαπωνία, Νότιος Αφρική…»
   Φυσικά, κοιμότανε σ’ ένα κρεβάτι φτιαγμένο από νομίσματα: παλιά χρυσά εικοσόφραγκα για προσκεφάλι και για σεντόνια χαρτονομίσματα των εκατό λιρών, ραμμένα με διπλή κλωστή. Άλλαζε σεντόνια κάθε μέρα, γιατί ήτανε πολύ της καθαριότητας. Τα βρόμικα σεντόνια τα έριχνε στο χρηματοκιβώτιο.
   Για να τον πάρει ο ύπνος διάβαζε βιβλία από τη βιβλιοθήκη του. Οι τόμοι ήτανε φτιαγμένοι από χαρτονομίσματα των πέντε Ηπείρων δεμένοι με πολλή φροντίδα. Ο κύριος Πουκ δεν κουραζότανε ποτέ να ξεφυλλίζει κείνα τα βιβλία, γιατί ήτανε άνθρωπος πολύ καλλιεργημένος.
   Ένα βράδυ, ενώ ξεφύλλιζε έναν τόμο με χαρτονομίσματα της Εθνικής Τράπεζας της Αυστραλίας… 

                                                 ΠΡΩΤΟ    ΤΕΛΟΣ
   Ένα βράδυ ο κύριος Πουκ άκουσε να χτυπάνε την πόρτα του σπιτιού του και είπε με σιγουριά: «Χτυπούν την πόρτα που είναι φτιαγμένη με παλιά τάλιρα με τη Μαρία-Τερέζα».
   Πήγε να δει και δεν είχε κάνει λάθος πόρτα. Άνοιξε. Ήτανε ληστές.
-          Το πουγκί σου ή τη ζωή σου
-          Σας παρακαλώ, κύριοι: δεν έχω κανένα πουγκί.
   Οι ληστές μπήκανε μέσα κι ούτε πήρανε τον κόπο να ρίξουνε μια ματιά στους τοίχους, στα παράθυρα, στα έπιπλα. Ψάχνανε το χρηματοκιβώτιο. Το ανοίξανε. Ήτανε γεμάτο σεντόνια και κείνοι δε χασομερήσανε να δούνε να δούνε αν είναι από λινό ή από χαρτί. Σ’ ολόκληρο το σπίτι, από το πρώτο πάτωμα ως το δωδέκατο, δεν υπήρχε ούτε ένα πουγκί. Μόνο σε μερικά δωμάτια, στα υπόγεια και στα δώματα βρισκόντανε κάτι παράξενα πράγματα, μα μέσα στο σκοτάδι δεν μπορούσανε να ξεχωρίσουνε τι ήτανε. Κι έπειτα οι ληστές είναι άνθρωποι που τους αρέσει η ακρίβεια: θέλουν πουγκί και πουγκί ο κύριος Πουκ δεν έχει.
   Πρώτα λοιπόν τους έπιασε θυμός κι ύστερα βάλανε τα κλάματα, γιατί είχανε διασχίσει όλη την έρημο για να κάνουνε την κλοπή τους και τώρα έπρεπε να την ξαναδιασχίσουν με άδεια χέρια. Ο κύριος Πουκ για να τους παρηγορήσει τους πρόσφερε δροσερή λεμονάδα. Ύστερα φύγανε μέσα στη νύχτα ποτίζοντας με τα δάκρυά τους την άμμο. Από κάθε δάκρυ φύτρωσε ένα λουλούδι. Το άλλο πρωί ο κύριος Πουκ θαύμαζε το πανόραμα της λουλουδιασμένης ερήμου.

                                               ΔΕΥΤΕΡΟ   ΤΕΛΟΣ
   Μια νύχτα ο κύριος Πουκ άκουσε να χτυπούνε την πόρτα και είπε με σιγουριά: «Είναι η πόρτα που είναι φτιαγμένη από παλιά τάλιρα με τους Νεγκούς της Αιθιοπίας».
   Πήγε ν’ ανοίξει. Ήτανε δυο παιδάκια χαμένα μέσα στην έρημο. Κρυώνανε, πεινούσανε και κλαίγανε.
-          Ελεημοσύνη, σας παρακαλούμε.
   Ο κύριος Πουκ τους έκλεισε την πόρτα στα μούτρα. Κείνα όμως συνέχιζαν να χτυπάνε. Τέλος, ο κύριος Πουκ τα λυπήθηκε και τους φώναξε: «Πάρτε αυτή την πόρτα κι αφήστε με ήσυχο».
   Τα παιδάκια πήρανε την πόρτα. Ήτανε βαριά, καμωμένη από ατόφιο χρυσάφι: αν μπορούσανε να την κουβαλήσουνε ως το σπίτι… θ’ αγοράζανε γάλα και μακαρόνια.
   Μια άλλη φορά ήρθανε άλλα δυο παιδάκια και ο κύριος Πουκ τους χάρισε άλλη μια πόρτα.
   Ύστερα σκορπίστηκε παντού η φήμη πως ο κύριος Πουκ έγινε γενναιόδωρος και καταφτάνανε οι φτωχοί απ’ όλα τα μέρη της γης και κανένας δεν έφευγε με άδεια χέρια: σ’ έναν ο κύριος Πουκ χάριζε ένα παράθυρο, σ’ άλλον μια καρέκλα καμωμένη από νομίσματα των πενήντα λεπτών και τα λοιπά. Μετά ένα χρόνο είχε χαρίσει και τη στέγη από το τελευταίο πάτωμα.
   Οι φτωχοί όμως εξακολουθούσανε να καταφτάνουνε απ’ όλα τα μέρη του κόσμου.
   «Δεν ήξερα πως υπήρχανε τόσοι πολλοί» συλλογιότανε ο κύριος Πουκ.
   Τους βοηθούσε και χρόνο με το χρόνο το σπίτι φαγώθηκε ως τα θεμέλια. Ύστερα κείνος πήγε να ζήσει σε μια σκηνή σαν Βεδουίνος ή σαν κατασκηνωτής κι ένιωθε ανάλαφρος σαν πουλάκι.

                                                     ΤΡΙΤΟ   ΤΕΛΟΣ
   Μια βραδιά ο κύριος Πουκ, ξεφυλλίζοντας ένα τόμο με χαρτονομίσματα, βρήκε ένα πλαστό. Πώς βρέθηκε κεί μέσα; Έχει γούστο να υπάρχουν κι άλλα τέτοια! Άρχισε να ψάχνει με μανία όλους τους τόμους της βιβλιοθήκης του και βρήκε δώδεκα πλαστά χαρτονομίσματα.
-          Σκέψου να υπάρχουνε και ψεύτικα νομίσματα μέσα στο σπίτι. Πρέπει να κοιτάξω.
   Το έχομε πει πως ο κύριος Πουκ ήτανε άνθρωπος πολύ ευαίσθητος. Η ιδέα μόνο και μόνο πως σε κάποια γωνιά του σπιτιού του, σ’ έναν τοίχο, σ’ ένα σκαμνί ή κολλημένο σε μια πόρτα, υπήρχε ένα κάλπικο νόμισμα δεν τον άφηνε να κοιμηθεί.
   Κι έτσι άρχισε να γκρεμίζει όλο το σπίτι για να ανακαλύψει τα κάλπικα νομίσματα. Πρώτα πρώτα γκρέμισε τη στέγη κι ύστερα άρχισε να κατεβαίνει προς τα κάτω, ένα ένα τα πατώματα, κι όταν έβρισκε κάλπικο νόμισμα έβαζε τις φωνές: «Το γνωρίζω, μου το έδωσε κείνος ο τάδε των τάδε απατεώνας…».
   Τα νομίσματα τα γνώριζε απέξω κι ανακατωτά κι ήτανε πολύ προσεκτικός μα μια στιγμή αφηρημάδας μπορεί να την έχει ο καθένας.
   Λοιπόν, ξέφτισε το σπίτι κομμάτι κομμάτι. Κάθισε τότε εκείνος στη μέση της ερήμου, ψηλά στην κορφή, πάνω στο σωρό τα ερείπια από χρυσό, ασήμι και χαρτονομίσματα της Τράπεζας της Ιταλίας. Να ξαναφτιάξει το σπίτι του απ’ την αρχή, δεν το ‘χε πια όρεξη. Να εγκαταλείψει το σωρό από τα ερείπια, δεν το ‘θελε. Έμεινε λοιπόν κει δα γεμάτος φούρκα. Κι όσο καθότανε στην κορφή, όλο και μίκραινε, μίκραινε. Τέλος έγινε κι εκείνος ένα κάλπικο νόμισμα κι όταν κατέφτασε ο κόσμος να μαζέψει όλο τούτο το χρήμα, κείνον τον πέταξαν καταμεσής στην έρημο.

      
               Ποιο τέλος προτιμάει ο Τζιάννι Ροντάρι;

   Το πρώτο τέλος είναι αστείο, μα είναι απίθανο. Το δεύτερο θα ήτανε όμορφο, μα είναι απίστευτο: ο κύριος Πουκ δεν είναι από τους ανθρώπους που συγκινούνται με τη δυστυχία των άλλων. Προτιμώ το τρίτο τέλος, παρ’ όλο που είναι λίγο μελαγχολικό.