Σάββατο 8 Μαΐου 2010

Το Ζετοόονι έχει χιούμορ που σκοτωώωνει...!

        Συνάντηση μεγάλων πνευμάτων.

   Μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα, από αυτές που σε κάνουν να μην μπορείς να αντισταθείς σε ένα περίπατο στο δάσος, ο Καραγκιόζης μαζί με την μονίμως πεινασμένη οικογένειά του βγήκαν για κυνήγι. Από την προηγούμενη μέρα είχαν προετοιμαστεί για να είναι έτοιμοι για το μεγάλο φαγοπότι που θα κάνουν μετά το κυνήγι: η γυναίκα του είχε στρώσει το τραπέζι με το «καλό» τραπεζομάντιλο (αυτό δηλαδή με τις λιγότερες τρύπες) και είχε «δανειστεί» από τον γείτονα 2 μπουκάλια κόκκινο κρασί, που θα τα άνοιγαν για να γιορτάσουν την άφιξη του φαγητού στο σπίτι τους.
   Ο Καραγκιόζης ήταν καθισμένος κάτω από ένα δέντρο στο δάσος και ονειρευόταν τη στιγμή που θα καταβροχθίσει το φρέσκο κρεατάκι που θα του φέρουν τα παιδιά του. Τα κολλητήρια έψαχναν μέσα στο δάσος, μπας και βρουν κανένα κοιμισμένο αγριογούρουνο για να το πιάσουν, αλλά πού τέτοια τύχη; Κάθε φορά που πλησίαζαν ένα κοιμισμένο ζώο αυτό ξυπνούσε αμέσως και το έβαζε στα πόδια. Μετά από λίγη ώρα «κυνηγιού» τα παιδιά είχαν πια απελπιστεί τόσο πολύ που παράτησαν τα παλούκια τους σε μια γωνιά και έκατσαν κάτω από ένα δέντρο να ξεκουραστούν, μόνο το μικρότερο κολλητήρι δεν τα είχε παρατήσει όλα ακόμα, παρά παρέμενε να κοιτάζει ένα θάμνο. Τότε το μεσαίο του είπε:
   -Μικρέ, δεν σου μάθανε στο σχολείο ότι οι θάμνοι δεν τρώγονται;
   Καμία απάντηση ο μικρός.
   -Καλά, αυτός χάζεψε εντελώς από την πείνα! Είπε ο μεγάλος στον μεσαίο παρακολουθώντας τον μικρό του αδελφό
   Εκείνη την στιγμή ο μικρός παίρνει ένα παλούκι από το σωρό που είχε μαζευτεί και το πετάει δυνατά μέσα στα θάμνο.
   -ΑΟΥ!!!!!!!!!
   -Μεγάλε, ήξερες ότι οι θάμνοι μιλάνε;
   -Τι να σου πω αδελφέ, κάτι είχα ακούσει στο σχολείο, ότι και τα φυτά έχουν ψυχή, αλλά τέτοιο πράγμα δεν το έχουν ξανακούσει τα αυτιά μου!
   Ξαφνικά, ένας λύκος πετάγεται από τον θάμνο ουρλιάζοντας σαν τρελός.
   -Θεέ μου!
   -Χριστέ μου!
   -Άγιο πνεύμα μου!
   Τα δύο μεγαλύτερα κολλητήρια κοίταξαν φευγαλέα τον μικρό τους αδελφό αλλά δεν του είπαν  τίποτα, εδώ είχαν ένα ολόκληρο λύκο να ουρλιάζει μπροστά τους με τον χαζό αδελφό τους θα ασχολούνταν;
   -Ουάου, ο μπαμπάς θα ξαφνιαστεί πάρα πολύ όταν δει τι του πιάσαμε!!! Είπε περήφανα ο μικρός.
   -Αυτό να λέγεται. είπε ο μεγάλος.
   -Πάντως, δεν πειράζει που δεν πιάσαμε γουρούνι, και οι σκύλοι τρώγονται! Αναφώνησε ο μικρός
   -Δεν είμαι σκύλος! Είμαι λύκος! Πες το μαζί μου! Λ-Υ-Κ-Ο-Σ! Φώναξε ο λύκος, και έπεσε κάτω.
   Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα μία πολύ όμορφη κοπέλα με ένα μοβ μανδύα και μία μαύρη δερμάτινη τσάντα. Τα κολλητήρια την κοιτάγανε σαν χάνοι μέχρι που εκείνοι τους είδε και του χαμογέλασε λέγοντάς τους:
   -Γεια σας! Είμαι η κοκκινοσκουφίτσα, μήπως είδατε κανένα γέρικο λύκο εδώ γύρω;!;!
   Τα κολλητήρια συνέχιζαν να την κοιτάνε από την κορυφή μέχρι τα βαμμένα μοβ νύχια των ποδιών της μέχρι που ο μεσαίος ψέλλισε στον μεγάλο;
   -Ρε, μεγάλε, εγώ την κοκκινοσκουφίτσα την ήξερα ως ένα μικρό γλυκό κοριτσάκι με μια ΚΟΚΚΙΝΗ μπέρτα, που κρατούσε ένα ψάθινο καλαθάκι...
   -Τι να σου πω, αδελφέ μου, ο κόσμος έχει τρελαθεί.
   -Ε, καλά τώρα, σας είχα για προχωρημένους ανθρώπους , τι περιμένατε, να μείνω μικρή; Οι καιροί αλλάζουν το ίδιο και η μόδα, τότε που ήμουν μικρή το κόκκινο ήταν στη μόδα αλλά τώρα είναι το μοβ. Συγνώμη, αλλά δεν έχω και πολύ χρόνο για κουβέντα, ξέρετε που είναι ο λύκος ή όχι;! είπε εκνευρισμένη η κοκκινοσκουφίτσα που προφανώς τους είχε ακούσει.
   Τα αδέλφια δεν απάντησαν, παρά μόνο κοίταξαν τον λύκο που ήταν ξαπλωμένος κατάχαμα.
   -Αχ, θεέ μου! Τι κάνατε στο αθώο μου και άκακο λυκάκι μου καλέ; Τι σας έφταιξε; Τι δουλειά του πήγε να κάνει, και εσείς αμέσως να τον πληγώσετε! Και γιατί, ε, γιατί; Επειδή, είναι λύκος; Ρατσιστές! Για αυτό δεν πάει μπροστά αυτή η χώρα. Είπε η κοκκινοσκουφίτσα καθώς έφευγε σέρνοντας τον λύκο από πίσω της.
   Τα κολλητήρια έκατσαν να ξαποστάσουν για να ξεπεράσουν την συγκίνηση που μόλις πέρασαν. Λίγα λεπτά αργότερα εμφανίστηκε από το δάσος ένας καβαλάρης με το άλογό του από πάνω.
   -Χαίρεται απλοί άνθρωποι! Σας παρουσιάζω τον ένα και μοναδικό, τον εξυπνότερο, τον ομορφότερο και τον δυνατότερο άντρα που υπήρξε και θα υπάρξει ποτέ στην ιστορία; Τον Μέγα Αλέξανδρο!!φώναξε παρουσιάζοντας τον εαυτό του.
   -Γεια σας . ψέλλισε το μικρό κολλητήρι αφού τα άλλα δεν μπορούσαν να αρθρώσουν λέξη.
   -Σε παρακαλώ, παιδί μου, όχι τώρα τα αυτόγραφα, έχω δουλειά, γιατί όπως ξέρεις έχω έναν ολόκληρο στρατό να θρέψω και πρέπει να βρω φαγητό. Θεέ μου, κοίτα σε τι κατάσταση μπορεί να περιπέσει ένας ισάξιός Σου! Να πηγαίνει να ψάξει για φαγητό για να ταΐσει τον απλό λαό. Δεν πειράζει όμως, οι θεοί πρέπει να κάνουν θυσίες για τους ανθρώπους τους!
   Μόλις τέλειωσε την σύντομη συζήτηση με τον θεό, πέταξε ένα σάκο στο χώμα και τον έδειξε με τον δάκτυλο. Τα παιδιά τον κοίταξαν απορημένα. Εκείνος αναστέναξε και τους είπε:
   -Βάλτε γρήγορα ό,τι τρόφιμο έχετε και δεν έχετε γιατί ο στρατός μου πεινάει. Και σας παρακαλώ μην με αναγκάζετε να μιλάω στον απλό λαό, δεν είμαι εγώ για τέτοιες ποταπές συνήθειες.
   Τα παιδιά κοιτάχτηκαν και άρχισαν να προσποιούνται ότι παίρνουν διάφορα φαγητά και τα βάζουν στο σάκο.
   -Μα τι κάνετε εκεί:!
   -Επειδή δεν έχουμε τρόφιμα, σου βάλαμε αυτά που δεν έχουμε. είπε το μικρό.
   -Ηλίθια, μικρά πλασματάκια! Πώς τολμάτε να κοροϊδεύετε τον ένα και μοναδικό, τον εξυπνότερο, τον ομορφότερο και τον δυνατότερο άντρα που υπήρξε και θα υπάρξει ποτέ στην ιστορία;
   Τα κολλητήρια τρομοκρατήθηκαν και βάλθηκαν να τρέχουν σαν τρελά μέσα στο δάσος ακούγοντας συγχρόνως και τις κατάρες του Μέγα Αλέξανδρου που προσπαθούσε να τους βρει, αλλά εκείνα κρύφτηκαν πίσω από μία πέτρα και εκείνος κουράστηκε και γύρισε πίσω.
   Έψαξαν σε όλο το δάσος να βρουν τον πατέρα τους, αλλά ύστερα από ώρες ψαξίματος το μόνο που βρήκαν ήταν ένα χαρτί που έγραφε:
   "Αγαπητά κολλητήρια,
 Εκεί που ήμουν ξαπλωμένος στο δέντρο βρήκα τον νικηφόρο λαχνό του ΛΟΤΤΟ και κέρδισα   10.000.000! Τώρα, που διαβάζετε αυτό το γράμμα, εγώ είμαι μαζί με την μαμά σας σε ένα αεροπλάνο  για Νέα Υόρκη. Ελπίζω να βγάλετε κάποια μέρα αρκετά λεφτά ώστε να μπορείτε να έρθετε και εσείς!
 
   Ο στοργικός πατέρας σας

   Υ.Γ.1 Ο,τι πιάσατε δικό σας!
   Υ.Γ.2 Φιλιά από τη στοργική μητέρα σας!"