Μια φορά και ένα καιρό, μια ανοιξιάτικη μέρα, μέσα σε ένα δάσος, υπήρχε ένα σπιτάκι που εκεί ζούσε ο κοκκινολύκος… Ξέρετε! Ο γνωστός, σκανταλιάρης αλλά κατά τ’ άλλα πολύ καλός λυκάκος που αγαπάει οοόλα τα παιδιά (λέμε τώρα)! Μια μέρα λοιπόν, όπως πήγαινε στην γιαγιά του για να την βοηθήσει να φάει, χάθηκε! Εχ, τι να κάνει λοιπόν, έψαξε να βρει κάποιον να τον βοηθήσει να βρει τον δρόμο του ξανά (όχι τον δρόμο του θεού… Το λέω για να μην γίνει καμιά παρεξήγηση…)! Έψαχνε για πολλές ώρες, και κάποια στιγμή (δόξα τω Θεώ!), βρήκε ένα "σπίτι", αλλά δεν μπήκε μέσα γιατί ήταν κάπως ετοιμόρροπο! Ο κοκκινολύκος το κοίταξε για λίγο με φόβο, μετά άκουσε έναν θόρυβο, πολύ δυνατό, σαν σειρήνα, μετά ένα "ΜΠΟΥΜ", και αργότερα είδε ένα πολύ δυνατό μπλε φως! Έβαλε τα χέρια του μπροστά στα μάτια του, αυτό δεν τον βοήθησε και πολύ, δυστυχώς μετά άρχισε να ζαλίζεται και… λιποθύμησε.
Ο κοκκινολύκος άνοιξε τα μάτια του, στην αρχή ήταν όλα θολά, αλλά μόλις άρχισε να βλέπει κανονικά, τρόμαξε! Αλλά δεν ήταν εκείνο το είδος του φόβου από κάτι τρομακτικό, αλλά, κάτι πολύ περίεργο, που κανένας δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι θα μπορούσε να το δει ποτέ στην ζωή του. Είδε τον Μ.Αλέξανδρο!!! ΕΛΕΟΣ!!! ΜΑ ΑΠΟ ΠΟΥ ΞΕΦΥΤΡΩΣΕ ΑΥΤΟΣ ΤΕΛΟΣ ΠΑΝΤΩΝ;;; σκέφτηκε.
Μετά ο μεγάλος στρατηλάτης τον ρώτησε:
- Ξέρεις μήπως σε ποια χρονολογία είμαι;
- Ε;
-Α… Ούτε και εσύ ξέρεις, ε; Πωωω! Τώρα τι θα κάνω; Μου έχουν τελειώσει οι μπαταρίες, δεν έχω ιδέα που βρίσκομαι, ούτε και σε ποια χρονολογία είμαι και το χειρότερο από όλα, μάλλον έχασα τα άλογα μου κάπου στο 4000 μΧ.!
- Ηρέμησε καλέ! Στο 2000 βρισκόμαστε, να, πάει το ένα πρόβλημα. Ηρέμησε. Τώρα θέλω να σε ρωτήσω κάτι… ΠΩΣ ΣΤΟ ΚΑΛΟ ΗΡΘΕΣ ΕΔΩ ΠΕΡΑ;;;; Εσύ ανήκεις σε μια χρονολογία πολλάααααα χρόνια πριν!
- Εεεε, ναι… Ήρθα με την φορητή χρονομηχανή μου, που μου έκανε δώρο ένας φτωχός γέρος (στην αρχή δεν τον πίστευα και έτσι την δοκίμασα, έτσι έφτασα εδώ…), αλλά δυστυχώς μου τελείωσαν οι μπαταρίες! Πρέπει να με βοηθήσεις να βρω 3 αλλιώς θα μείνω κολλημένος εδώ για ΠΑΝΤΑ!
- Καλά, αλλά πρώτα πρέπει να βρω κάποιον που να ξέρει πού είμαστε και μετά θα τις βρούμε και αυτές τις… μπαταρίες τέλος πάντων!
- Δηλαδή δεν ξέρεις ΟΥΤΕ εσύ πού είμαστε;!;!; Ωχ Δία! Τι έκανα και με καταριέσαι έτσι;!;!;
- Σταμάτα να μιλάς και βοήθησε με να βρω κάποιον που να μας βοηθήσει, για να καταφέρω να σε βοηθήσω, και μετά να πάω και εγώ στην γιαγιά μου να την βοηθήσω και αυτήν! Καλά, τώρα τελευταία έχω γίνει μια κινητή βοήθεια! ΕΛΕΟΣ! Γκρρρ…, μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο κοκκινολύκος.
- Γιατί δεν πας σε αυτό το… πράγμα τέλος πάντων (και έδειχνε το σπίτι);
- Γιατί, καθώς μπαίνω μπορεί να γκρεμιστεί, και φοβάμαι!
Και εκείνη την στιγμή βγαίνει από το ετοιμόρροπο σπίτι ένας άνθρωπος καμπούρης, με ένα χέρι μακρύτερο από το άλλο, με κάτι παλιά και ταλαιπωρημένα ρούχα. Και ποιος λέτε να ήταν; Ο Καραγκιόζης… Τους φώναξε να έρθουν δίπλα του. Όταν πήγαν τους ρώτησε τι γυρεύουν στην περιουσία του. Αυτοί του απάντησαν ότι είχαν χαθεί και αυτός τους έδειξε τον δρόμο για την πόλη, μπας και τους βοηθούσε αυτή η πληροφορία. Και ευτυχώς ήταν ό,τι τους χρειαζόταν αυτό που τους είπε. Ε, για να καταλάβετε, η γιαγιά του κοκκινολύκου έμενε στην πόλη και ο Μ. Αλέξανδρος εκεί θα έβρισκε μπαταρίες!
Όπως πηγαίνανε, ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά τους ένα κορίτσι, με μια πινακίδα στο κεφάλι που έλεγε "κοκκινοσκουφίτσα, ο καλός κλέφτης" και τους ρώτησε:
-Πάτε στην πόλη;
-Ναι, είπαν και οι δύο μαζί
-Θα με πάρετε μαζί σας;
-Καλά, είπαν πάλι ταυτόχρονα.
Όταν έφτασαν στην πόλη, χωρίστηκαν, και πήγε ο καθένας εκεί που έπρεπε να πάει… Ο κοκκινολύκος στην γιαγιά του, η κοκκινοσκουφίτσα στην λαϊκή και ο Μ. Αλέξανδρος στην Vodafone!
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα…