" Όλοι για έναν και ένας για όλους! "
Πριν από πολλά χρόνια όταν ήμουν μικρός είχα ένα όνειρο. Ήθελα να γίνω κατασκευαστής παιχνιδιών.
Μια μέρα πήγα να αγοράσω ένα βιντεοπαιχνίδι. Όταν μπήκα μέσα στο κατάστημα των ηλεκτρονικών παιχνιδιών όλα τα παιχνίδια ήταν ταχτοποιημένα σε ράφια και σε στοίβες. Ο καταστηματάρχης του καταστήματος ήταν φίλος του πατέρα μου. Επειδή μου άρεσαν τα ηλεκτρονικά τον ρώτησα ευγενικά αν μπορούσα να καθίσω μαζί του στο μαγαζί την νύχτα για να τον βοηθήσω . Μου απάντησε ότι αν με άφηνε ο μπαμπάς μου να καθίσω εκείνος δεν θα είχε κανένα πρόβλημα. Ο πατέρας μου μού είπε ότι μπορούσα να κάτσω. Τον ευχαρίστησα και τον χαιρέτησα.
Τη μέρα δεν έγιναν και πολλά ενδιαφέροντα πράγματα . Μόνο 2-3 πελάτες ήρθαν και ρώτησαν αν μπορούσε να φτιαχτεί ένα παιχνίδι ή πού θα μπορούσαν να πάρουν ένα καλύτερο.
Τη νύχτα ο φίλος του πατέρα μου πήγε στην αποθήκη για να φέρει κάποια παιχνίδια που είχαν εξαντληθεί.
Εγώ εκείνη τη στιγμή χάζευα ένα παιχνίδι πολεμικό.
Ξαφνικά ο ήρωας του παιχνιδιού που ονομάζονταν Roach μου έκλεισε το μάτι . Εγώ εκείνη τη στιγμή νόμιζα ότι είχα χαζέψει . Δεν ήξερα τι να κάνω. Είχα σαστίσει . Αναρωτήθηκα τι συνέβαινε. Ο Roach εμφανίστηκε ξανά και μου πέταξε ένα όπλο.
Το έπιασα και το εξέτασα με μεγάλη προσοχή . Ύστερα ένα χέρι πετάχτηκε από την εικόνα του βιντεοπαιχνιδιού και με τράβηξε μέσα σε αυτό . Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχα αλλάξει ρούχα και χωρίς να το καταλάβω είχα βρεθεί σε ένα πεδίο μάχης.
Καθώς περιεργαζόμουνα το πεδίο της μάχης ξαφνικά ο Roach με τράβηξε από το χέρι και με έριξε κάτω. Τον ρώτησα γιατί με έριξε και μου απάντησε ότι παραλίγο να με πετύχει μια σφαίρα. Κατάφερα να σκοτώσω 4 άτομα! Παραλίγο να με πετύχουν 20 σφαίρες αλλά ο Roach ήταν εκεί και με βοήθησε να τις αποφύγω.
Όταν η μάχη τέλειωσε, νικητές ήμασταν εμείς.*
Βγήκα έξω από το παιχνίδι με ένα αίσθημα κούρασης και ευχαρίστησης ταυτοχρόνως.
Άκουσα την πόρτα να ανοίγει και είδα τον φίλο του πατέρα μου να μπαίνει φορτωμένος με μια στοίβα παιχνίδια.
Δεν ήθελα να του πω τι είχε συμβεί . Εκείνος μου είπε ότι ήταν ώρα να κλείσει το μαγαζί και με πήρε και με πήγε σπίτι μου.
Πριν όμως βγούμε από το κατάστημα κοίταξα το πακέτο του παιχνιδιού αυτού και διέκρινα στο εξώφυλλο του εμένα και τον Roach να παλεύουμε.
*: Διότι, όπως είναι σε όλους γνωστό ο Roach δεν χάνει ποτέ...
Το παραπάνω αριστούργημα υπογράφουν οι 3 cabaleros
- George, the a.b. boy
- George Katsa
Αν νομίζετε ότι με κουβέντα, κερδίζονται τα ματς...!
Από μικρός ήθελα να γίνω κατασκευαστής παιχνιδιών. Συγκεκριμένα ήθελα να γίνω κατασκευαστής παικτών NBA.
Όταν μεγάλωσα πέτυχα τον στόχο μου και άνοιξα δικό μου μαγαζί με μινιατούρες με παίχτες του ΝΒΑ.
Μια μέρα ένας υπάλληλος του μαγαζιού μου αρρώστησε και αναγκάστηκα να κάτσω όλη την νύχτα στο μαγαζί. Ξαφνικά άκουσα ψίθυρους από τον πάνω όροφο. Έτρεξα γρήγορα να δω τι ήταν εκεί. Έκπληκτος είδα τις μινιατούρες να μεταξύ τους. Κάποια στιγμή πήγα κοντά τους για να τους μιλήσω. Μου είπανε πώς ζωντάνεψαν* και άρχισαν να μου λένε διάφορες ιστορίες τους από τον αθλητισμό. Έγινα φίλος τους. Εκείνη την νύχτα ήμουνα ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου γιατί πρώτον απέκτησα καινούριους φίλους και δεύτερον, έμαθα πολλά καινούρια πράγματα γύρω από τον αθλητισμό.**
Nick The Periplokismenos & John Shadow
(συνέγραψαν και... τύφλα νά 'χει ο Κόμπι!)
*: Καλά δεν το βλέπατε ότι ζωντάνεψαν, έπρεπε να σας το πούνε;
**: Δεν ρίχνατε ένα μπασκετάκι καλύτερα; Πολλή κουβέντα στο γενικό κι αόριστο βρε φιλαράκια!
Το υπερκινητικό αγόρι που ζεσταινόταν...
Ο Λάμπης κοίταξε τα σκισμένα περιοδικά αστρολογίας . Τα τελευταία δύο χρόνια δεν μπορούσε να αποφασίσει τι θα γίνει όταν μεγαλώσει, με αποτέλεσμα να έχει ασχοληθεί μανιωδώς με την γλυπτική, την μαγειρική, την σεισμολογία, την εντομολογία, το θέατρο και τέλος την αστρολογία. Φυσικά ακόμα δεν έχει βρει την άκρη, αφού για άλλη μια φορά κατέληξε να σιχαθεί την επιστήμη με την οποία τελευταία ασχολήθηκε. Βέβαια δεν φταίει μόνο αυτός αλλά και ο πατέρας του αφού αλλάζει τα μουσεία στα οποία δουλεύει* σαν τα πουκάμισα.
«Κατά φωνή» σκέφτηκε ,μόλις μπήκε μέσα στο δωμάτιό του ο πατέρας του κρατώντας πίσω από την πλάτη του μια σακούλα που προφανώς δεν έπρεπε να την δει ο Λάμπης. «Γιε μου» είπε ο πατέρας «μάντεψε τι σου πήρα για δώρο γενεθλίων!» Μια έκφραση έκπληξης ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του Λάμπη. Είχε ξεχάσει τελείως να σκεφτεί ένα δώρο για τα γενέθλιά του αφού το μυαλό του ήταν μονίμως στην αστρολογία. Έκλεισε τα μάτια του και ευχήθηκε να του πήρε κάτι καλό ο μπαμπάς του. Άπλωσε τα χέρια του και ένιωσε την σακούλα να του γαργαλάει τα δάχτυλά του. Την άρπαξε και άρχισε να σκίζει το χαρτί περιτυλίγματος με μανία. Μόλις τελείωσε με το σκίσιμο, κοίταξε επίμονα το δώρο. Ήταν ένα παραλληλόγραμμο κουτί που άνοιγε σαν βιβλίο. Μέσα είχε ένα CD και ένα φυλλάδιο οδηγιών που στο εξώφυλλό του έγραφε «Car 3». Κοίταξε τον μπαμπά του και τον αγκάλιασε με όλη του την δύναμη. Ύστερα έτρεξε στον υπολογιστή για να παίξει με το καινούργιο του παιχνίδι.
Έπαιζε όλη την ημέρα. Το βράδυ όταν πήγε για ύπνο, ονειρεύτηκε πώς ήταν κατασκευαστής παιχνιδιών και έφτιαχνε παιχνίδια που έδιναν χαρά σε πολλά μικρά παιδιά. Το πρωί ξύπνησε κεφάτος και με την σκέψη ότι υπάρχει πιθανότητα να ανακάλυψε επιτέλους το επάγγελμα που του αρέσει. Το είπε μάλιστα και στον μπαμπά του, αλλά αυτός δεν χάρηκε καθόλου γιατί, λέει, το επάγγελμα του κατασκευαστή παιχνιδιών δεν έχει μέλλον και δεν θα βρει προκοπή και επίσης να αφήσει αυτές τις φαντασιώσεις και να ανοίξει κανένα βιβλίο γιατί έτσι όπως το πάει δεν πρόκειται να γίνει τίποτα. Ο Λάμπης στεναχωρήθηκε πολύ από τα λόγια του πατέρα του και κλείστηκε στο δωμάτιό του. Ήλπισε ότι θα βρει κάποιο τρόπο για να τον πείσει. Όμως οι ώρες περνούσαν και δεν του ερχόταν καμία ιδέα.
Ήταν σκοτάδι και ο Λάμπης είχε σχεδόν αποκοιμηθεί ώσπου άκουσε ένα περίεργο θόρυβο. Κοίταξε τρομαγμένος γύρω του αλλά ανακουφισμένος ανακάλυψε ότι ο θόρυβος δεν προερχόταν από το σπίτι του. Ήταν έτοιμος να ξανακοιμηθεί αλλά η περιέργειά του δεν τον άφησε. Σηκώθηκε πάνω φόρεσε το παλτό του και ακολούθησε την βουή. Βγήκε έξω από το σπίτι, χωρίς να τον πάρει είδηση κανείς από τους δικούς του, ο δρόμος δεν ήταν μακρύς, έφτανε μόλις στο απέναντι κατάστημα παιχνιδιών. Σκέφτηκε ότι υπήρχε ένας διαρρήκτης μέσα στο κατάστημα και τρομοκρατήθηκε .Όμως το θάρρος του επανήλθε γρήγορα και άνοιξε την πόρτα που όλως περιέργως ήταν ξεκλείδωτη. Κοκάλωσε. Μέσα στο κατάστημα δεν υπήρχε διαρρήκτης αλλά κάτι πιο συναρπαστικό.
Ήρωες παιχνιδιών είχαν κατακλύσει το κατάστημα: έτρεχαν, γέλαγαν, συζητούσαν, έπαιζαν! Ο Λάμπης αναγνώρισε 2-3** αλλά οι περισσότεροι του ήταν άγνωστοι. Υπήρχαν μερικοί που έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους: μυώδεις άντρες με όπλα, τέρατα, αστεία πλασματάκια. Άλλοι πάλι ήταν πολύ περίεργοι, με τρία πόδια, δύο κεφάλια αι δέκα χέρια. Ο Λάμπης είχε μείνει άφωνος. Όμως μέσα σε αυτό το χάος ξεχώριζε ένας χαρακτήρας. Ήταν ένα μικρό παιδί που πήγαινε πέρα δώθε και παρόλο που δεν φαινόταν να είναι και πολύ κουραστική άσκηση εκείνο είχε λαχανιάσει και είχε ιδρώσει. Ο Λάμπης τον πλησίασε και του είπε «Γεια». Εκείνο όμως ήταν πολύ απορροφημένο με αυτό που έκανε και έτσι αναγκάστηκε να το επαναλάβει πιο δυνατά. «Γεια» του είπε κοφτά το παιδί και σταμάτησε να περπατάει. Πήρε μια μπάλα και άρχισε να την χτυπάει στο πάτωμα κάνοντας παράλληλα αέρα στον εαυτό του. «Φαίνεσαι να ζεσταίνεσαι πολύ» παρατήρησε ο Λάμπης. «Ναι, εγώ πάντα ζεσταινόμουν» απάντησε το παιδί. «Γιατί;» «Μα, γιατί είμαι υπερκινητικός» «Και από πότε είσαι υπερκινητικός;» ρώτησε γεμάτος περιέργεια ο Λάμπης. «Από τότε που ξαναγύρισα στην χώρα μου» Και έτσι άρχισε να διηγείται την ιστορία του. Είπε στον Λάμπη ότι γεννήθηκε σε αυτόν τον τόπο αλλά οι γονείς του αποφάσισαν να μετακομίσουν σε μιαν άλλη χώρα όταν ήταν τριών. Επίσης του είπε ότι στη χώρα που πήγε τον κορόιδευαν
επειδή ήταν ξένος και δεν τον έκαναν παρέα αλλά ευτυχώς ξαναγύρισε στην χώρα του όταν ήταν δώδεκα και έγινε υπερκινητικός από την χαρά του. Ο Λάμπης τον ρώτησε τι σόι παιχνίδι είναι και έχει τόσο παράξενη ιστορία και το αγόρι του εξήγησε ότι είναι δεν είναι παιχνίδι και ότι όλα αυτά που του είπε είναι γεγονότα που στην συνέχεια τα έκαναν παιχνίδι. Ο Λάμπης ξαφνιάστηκε αλλά εκείνη την ώρα κοίταξε το ρολόι του και αποφάσισε να πάει σπίτι γιατί ήταν αργά. Όταν τελικά γύρισε βρήκε τον μπαμπά του να τον περιμένει θυμωμένος, φοβισμένος και συγχρόνως ανακουφισμένος. Του απαγόρευσε φυσικά να παίξει υπολογιστή για μια βδομάδα αλλά τον Λάμπη δεν τον ένοιαξε , πέρασε μια πολύ ωραία περιπέτεια και ήταν σίγουρος ότι μόλις του γίνει επιτρεπτό θα πάει να αγοράσει το παιχνίδι*** που μόλις γνώρισε.
By ZetoOoni
*: Τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς;
**: Ποιους αναγνώρισε καλέ; Να μη το μάθουμε κι εμείς;
***: Τι παιχνίδι είναι αυτό να πάμε να το πάρουμε κι εμείς...
Τα πάρτι κάνουν καλό στην ορθοστασία...!
Το τρελό κατάστημα παιχνιδιών
Μια φορά και έναν καιρό, ένα παιδί που το λέγανε Λάμπη, αποφάσισε τελικά ότι όταν μεγαλώσει θα γίνει κατασκευαστής παιχνιδιών. Και έτσι άρχισε να ψάχνει, να ρωτάει πώς θα μάθαινε να φτιάχνει παιχνίδια… Έμαθε κάτι λίγα, αλλά όσο και να προσπαθούσε, στο τέλος το παιχνίδι του είτε δεν δούλευε είτε διαλυόταν είτε και τα δύο μαζί (πρώτα το έβαζε μπρος και μετά διαλυόταν). Κάποια στιγμή σκέφτηκε ότι για να μάθει καλά να φτιάχνει παιχνίδια, μάλλον θα πρέπει να αρχίσει από το τέλος… Δηλαδή, για όσους δεν κατάλαβαν, να πάει να δει σε ένα κατάστημα παιχνιδιών παιχνίδια. Κι έτσι λοιπόν άρχισε να πηγαίνει στο κατάστημα παιχνιδιών της γειτονιάς… Όταν έφτασε, είδε ότι ήταν κλειστό λόγω ανακαινίσεως και ότι θα άνοιγε πάλι σε μια βδομάδα! Και δυστυχώς ήταν το μόνο κατάστημα παιχνιδιών στην περιοχή.
Έτσι αποφάσισε να μπει στο κατάστημα το βράδυ, που δεν θα τον έβλεπε κανείς… Όταν νύχτωσε, ο Λάμπης διέρρηξε το κατάστημα, μπήκε μέσα, και τι να δει; Όλα τα παιχνίδια είχαν ζωντανέψει, και έκαναν πάρτι!!! Ε, τι να κάνει και αυτός, μπήκε στο πάρτι και άρχισε να ρωτάει τα παιχνίδια γιατί ζωντάνεψαν. Αυτά του είπαν γιατί κάθε χρόνο έτσι κάνουνε, για να μην πάθουν τίποτα από το πολύ όρθιο.
Ο Λάμπης μετά από αυτό έφυγε κατατρομαγμένος* από το κατάστημα, και υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι όταν μεγαλώσει, θα γίνει οτιδήποτε άλλο εκτός από κατασκευαστής παιχνιδιών…
By Oliv
*: σιγά την τρομάρα !
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια κούκλα-σκυλάκι καφεδούλι με καταπράσινα ματάκια, ροζ μυτούλα και κόκκινη γλωσσίτσα. Ζούσε σ' ένα μαγαζί παιχνιδιών μαζί με όσα παιχνίδια μπορεί να βάλει ο νους σου! Τι κούκλες, τι αυτοκινητάκια, ό,τι ήθελες! Αλλά το μικρό σκυλάκι, η Λαίδη, φίλο κανέναν δεν είχε, αφού όλα τα άλλα παιχνίδια είχαν τους δικούς τους φίλους...
Μια μέρα λοιπόν, εκεί που η Λαίδη καθόταν στο ράφι της, τι να δει; Τη μικρή Δέσποινα που έψαχνε κάποιο παιχνίδι! Η Λαίδη άρχισε αμέσως τις προσπάθειες να φαίνεται πιο όμορφη απ' όλα τ' άλλα παιχνίδια για να την διαλέξει η μικρή Δέσποινα...
Αφού το κορίτσι έκανε πολλούς γύρους ξανά και ξανά μες στο μαγαζί κατέληξε να δει την Λαίδη στο πιο ψηλό ράφι κι έτσι είπε σ' έναν κύριο να την κατεβάσει για να την δει κι από κοντά! Μόλις η Δέσποινα την πήρε στα χέρια της είπε ότι την ήθελε οπωσδήποτε! Ήτανε το σκυλάκι που ονειρευότανε πάντα!
Ήτανε πολύ τριχωτό με μαλακιά γούνα, φορούσε ένα κόκκινο περιλαίμιο και είχε μια πολύ γλυκιά φατσούλα. Ήταν ράτσας SIBA-TZY!
Κι έτσι η Δέσποινα πήρε τη Λαίδη, την πήγε στο σπίτι της, της έφτιαξε ένα καλαθάκι με παιχνίδια, και από τότε ήταν η καλύτερή της φίλη!!!
Από τη Βερόνικα, την ζωόφιλη γενικώς
Φαίνεται ότι είμαι "βάζελος"; Κάθε μέρα σπίτι μου καίω το playstation παίζοντας.* Αγαπημένο μου παιχνίδι είναι το PES (Pro Evolution Soccer).
Μια φορά λοιπόν εκεί που έπαιζα, ξαφνικά βλέπω το παιχνίδι ν' αλλάζει και να γίνεται ένα TOYS SHOP. Καταστηματάρχης ο C. Ronaldo! Μέσα στο μαγαζί, εκτός από εμένα ήταν ο Eto'o, ο Cisse και ο Robben**! O Sisse αγόραζε παιχνίδια και πάμπερς για το μωρό του, βιντεοκασέτες και κοριτσίστικα ρούχα. Ο Robben αγόραζε playstation για να παίζει και ο Eto'o αντηλιακό με δείκτη 50 για να μαυρίσει μαζί με τη γυναίκα του.
Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και ποιος μπαίνει; Ο Diogo! Είχε νεύρα γιατί ο Παναθηναϊκός έκανε το νταμπλ. Πήρε ένα καταπραϋντικό με ξύδι και ήπιε λίγο για να μην ξεσπάσει στον Cisse. Εν τω μεταξύ είχε μπει και ο Messi και επειδή είχε καιρό να μετρηθεί - από την τελευταία του επίσκεψη στον Henry - ζητούσε μέτρο να δει αν ψήλωσε. Τι να κάνει κι ο Cristian Ronaldo, του έδωσε το μέτρο γελώντας.
Όμως τότε το μαγαζί ξαναγίνεται γήπεδο κι εγώ συνέχισα τον αγώνα μου...
By Black Milk (or Green Milk ?)
*: Ώστε έτσι ε; Δεν μας πέφτει το βιβλίο από τα χέρια, απ' το πολύ διάβασμα!
**: Έτσι, εκτός από μένα, τον λαμπερό σταρ μαζί και τα άλλα χλωμά αστεράκια...
Το μήλο κάτω απ' τη μηλιά... Ήταν η εποχή που έκλειναν τα σχολεία και όλα τα παιδιά ήταν χαρούμενα, γιατί ετοιμάζονταν για τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Όλοι έκαναν διάφορα ψώνια για τη θάλασσα - μαγιό, ψάθες, κουβαδάκια και διάφορα άλλα παιχνίδια της παραλίας. Το "ΜΑΧ" της Πεύκης ήταν γεμάτο από παιδιά.
Ο Γιώργος είχε πάει με τον πατέρα του ένα Σάββατο πρωί στο "ΜΑΧ". Ο πατέρας του είχε μιλήσει με τον υπεύθυνο του καταστήματος για να αναλάβει να κατασκευάσει ορισμένα κομμάτια παιχνιδιών.
Πλησίαζε η ώρα να κλείσει το κατάστημα. Ο πατέρας μελετούσε τα παιχνίδια για να μπορέσει να τα κατασκευάσει και ζήτησε από τον υπεύθυνο του καταστήματος να τον οδηγήσει στο εργαστήριο. Ο Γιώργος έμεινε μόνος στον όροφο και κοιτούσε τα παιχνίδια. Σκεφτόταν ότι του άρεσε το επάγγελμα του πατέρα του.
Εκεί που χάζευε τα παιχνίδια ανενόχλητος, άκουσε ξαφνικά έναν παράξενο θόρυβο... Κοιτάζει στο πλάι και βλέπει κάποια παιχνίδια να κινούνται μόνα τους και να μιλούν. Μάλιστα τραγουδούσαν γύρω του, τον χαιρετούσαν και του μιλούσαν.
Τον ρωτούσαν, μάλιστα, αν κατασκευάζει ο ίδιος παιχνίδια...
- Εγώ όχι, ο πατέρας μου όμως ναι... Αλλά θα μου άρεσε ν' ασχοληθώ κι εγώ μ' αυτή τη δουλειά.
Μετά από λίγο ήρθε ο πατέρας του μαζί με τον υπεύθυνο και ο Γιώργος του είπε πόσο τον θαυμάζει και πόσο τυχερός είναι που ασχολείται με τα παιχνίδια. Ο υπεύθυνος του καταστήματος του έκανε δώρο ένα κουτί με στρατιωτάκια.
Ο Γιώργος έφυγε από το μαγαζί ενθουσιασμένος. Αισθανόταν πως είχε κάνει πολλούς φίλους. Υποσχέθηκε στον εαυτό του πως όταν μεγαλώσει θα ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του
By Nick Pepper
Φίλος νάναι κι ας ειν' και κούκος... Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό παιδί που τ' όνομά του ήταν Γαρύφαλλος. Η μαμά του δούλευε πωλήτρια απογευματινή βάρδια σε παιχνιδάδικο. Ο Γαρύφαλος ήθελε να γίνει κατασκευαστής παιχνιδιών όταν θα μεγάλωνε και είχε "πρήξει" τη μαμά του λέγοντάς της συνέχεια τ' όνειρό του.
Μια μέρα η μαμά του τον πήρε μαζί της στο παιχνιδάδικο για να δει πώς είναι. Ήταν λίγο κουραστική η μετάβασή τους, γιατί το εργοστάσιο ήταν μακριά - περίπου 50 χιλιόμετρα - αλλά χαλάλι, όταν έφτασαν ο Γαρύφαλλος ενθουσιάστηκε.
Ενώ η μαμά δούλευε, ο μικρός άρχισε να ερευνά το μέρος. Σε μια στιγμή καθώς χάζευε το ξύλινο τρενάκι, άκουσε μια χοντρή φωνή να του λέει, "Εεεεε..." συνέχεια! Μέσα στα τόσα παιχνίδια άργησε να καταλάβει ότι αυτή η φωνή ερχόταν από τον κούκο στο βάθος μέσα από ένα ρολόι τοίχου! Τον πλησίασε και άνοιξαν ολόκληρη συζήτηση.
Από τότε έγιναν φιλαράκια και μετά, κάθε μέρα, συνόδευε τη μαμά του στη δουλειά και μίλαγε με τον κολλητό του...
Έφη, ο άσπρος σίφουνας
Ε, λοιπόν εγώ δεν το πιστεύω...! Σήμερα πήγα στο κατάστημα παιχνιδιών που άνοιξε κοντά στο σπίτι μας. Ήθελα να εξερευνήσω όλα τα παιχνίδια που ήταν εκεί. Μπαίνω μέσα... παντού παιχνίδια!
- Είναι κανείς εδώ; φωνάζω.
- Εδώ, εδώ, ακούγεται μια παράξενη φωνή.
Ξαφνικά, μπροστά μου δυο ρομπότ!
- Πώς σε λένε; με ρωτάνε.
- Ελπινίκη, λέω τρομαγμένη. Εσάς;
- Εμένα με λένε Ρόμπι...
- Κι εμένα Ντέιλ...
Τώρα καταλαβαίνω ότι δεν χρειάζεται να φοβάμαι γιατί διαισθάνομαι ότι μπορώ να γίνω φίλη τους.
- Πώς ήρθατε σ' αυτό το μαγαζί;
- Οι άνθρωποι μας φτιάχνουν και μας φέρνουν εδώ πέρα χωρίς να το θέλουμε εμείς. Θέλεις ν' ακούσεις το μυστικό μας;
- Ε, ναι.
- Άκου λοιπόν προσεκτικά. Σε λίγα χρόνια η πόλη σας θα γεμίσει από ρομπότ. Που θα σας σκοτώνουν...!
- Κι εσείς πού το ξέρετε;
- Μας το είπαν αυτοί που μας φτιάχνουν. Αλλά εμείς τους αγαπάμε τους ανθρώπους...
- Βέβαια, και τους θέλουμε για φίλους μας, συμπληρώνει ο Ντέιλ. Υπάρχουν όμως κακά ρομπότ που θέλουν να σας σκοτώσουν !
- Και να κατακτήσουν τη γη σας !
- Αλλά αυτό μην το πεις πουθενά, γιατί εσένα σε συμπαθήσαμε...
- Εντάξει, τους είπα εγώ. Αλλά να που εγώ σας το λέω γιατί δεν τα πίστεψα τα ρομπότ..
Απλώς, επειδή μου είπαν τα πάντα για τον κόσμο τους και τη ζωή τους έγινα φίλη τους. Και πηγαίνω συχνά στο μαγαζί, κάθομαι με τις ώρες και ακούω τις ωραίες ιστορίες τους...
By Elpi