Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Από το βιβλίο που διαβάσαμε στο Xifteri Club, τους "Ανθρωποφύλακες" του Περικλή Κοροβέση, ένα κεφάλαιο, "Το κελί 17"



...Πρέπει να' ταν απογευματάκι. Συνήλθα εντελώς. Πήγα να κουνήσω το πόδι μου, αδύνατον. Ανασηκώνομαι. Τα παπούτσια μου είχανε ανοίξει από κάτω. Οποιαδήποτε κίνηση μου προξενούσε φοβερούς πόνους. Είχα ακούσει πως, όταν σου κάνουν φάλαγγα, δεν πρέπει να βγάζεις τα παπούτσια και πρέπει να μην τ' αφήνεις ακίνητα, γιατί μπορείς να πάθεις γάγγραινα. Προσπαθώ πάλι. Κανένα αποτέλεσμα. Το πρόσωπό μου έκαιγε. Βρήκα μια καρυδόφλουδα και σκουπίστηκα. Άρχισα να τρίβω τα πόδια μου στους μηρούς. Πήγα να ανοιγοκλείσω το πόδι μου. Τα κατάφερα,.
   Θόρυβος από τα διπλανά κελιά. Φωνές παιδιών που λέγανε κάτι στα κλεφτά. Δύο άλλοι παίζανε ένα παιχνίδι με τετραγωνικές ρίζες. Μια κοπέλα τραγούδαγε ένα απαγορευμένο τραγούδι. Ακολουθήσανε κι άλλοι. Μια φωνή γεροντίστικη είπε:
   "Ν' αρχίσουμε ένα τραγούδι από την Αντίσταση".
   Το τραγούδι ξεκίνησε. Ήταν απίστευτο. Ακούγεται ένα "Σκασμός!". Θόρυβος μπάρας που άνοιγε. Το κελί πρέπει να 'τανε το διπλανό μου ή το πιο κάτω. Ο φρουρός βλαστημάει και λέει στο γέρο:
   "Γιατί τραγούδαγες, ρε; Για να βρω τον μπελά μου, ε;"
   Ακούγεται να πέφτει ξύλο. Ο γέρος παρακάλαγε:
   "Ακούστε, κύριε φύλακα, να σας εξηγήσω, κύριε φύλακα, μη βαράτε, κύριε φύλακα, είμαι 68 χρονών, είμαι ευηπόληπτος οικογενειάρχης, μόνο για δήλωση μ'  έχουν εδώ".
   Το ξύλο έπεφτε κανονικά. Απόλυτη ησυχία. Μόνο τα χτυπήματα και ο γέρος που έκλαιγε. Από ένα κελί ακούγεται κάποιος που έπαιζε τα κέρματά του με μανία. Ακολουθεί κι άλλος, κι άλλος. Ο θόρυβος γίνεται δαιμονισμένος. Χτυπάνε ρυθμικά. Ο φύλακας αφήνει τον γέρο και ουρλιάζει: 
   "Σκασμός ρεε!"
   Ανοίγει κελιά, αλλά δεν μπορεί να βρει ποιος είναι. Αρπάζω με τις δυο χούφτες τα κέρματά μου κι αρχίζω να τα χτυπάω κι εγώ. Αμέσως ανοίγει την πόρτα μου και με πιάνει στα πράσα. Δεν σταματάω. Τα παίζω και τον κοιτάζω. Δεν με χτυπάει. Με βλέπει, με ρωτάει πώς με λένε και κλείνει πάλι την πόρτα. Πέφτει λίγος σοβάς. 
   Όσο πάω, είμαι και πιο καλά. Βλέπω το κελί μου. Το εξετάζω με τη μεγαλύτερη προσοχή. Είναι όλο μπετόν αρμέ, περίπου ογδόντα επί ένα και είκοσι. Ανάβω ένα σπίρτο. Οι τοίχοι είχανε σκαλισμένα ένα σωρό πράγματα. Μια μικρή βιβλιοθήκη. Κυριαρχούσαν συνθήματα πολιτικά. Πού και πού καμιά βρισιά. Σε μια γωνιά υπήρχε μια λυρική έξαρση. Τη μαθαίνω απ' έξω. Είναι ένα τετράστιχο από δημοτικό τραγούδι.

     Τον Γιάννη εβάλαν φυλακή να κάτσει τριάντα μέρες
     και παραπέσαν τα κλειδιά και κάνει τριάντα χρόνους.
     Εννιά μηλιές εφύτεψε στης φυλακής την πόρτα
     κι απ' τις εννιά έφαγε καρπό και λευτεριά δεν είδε. 

   Αλλού ήτανε χαραγμένη πολύ βαθιά μια συμβουλή. Τρώε το φαΐ σου, αγάπα το κελί σου, διάβαζε πολύ. Πιο κάτω, πρόσεξα μερικές γραμμές χαραγμένες στον τοίχο. Προφανώς, μέρες στην απομόνωση. Μέτρησα 58 γραμμές. Άλλος είχε 32, κι ένας άλλος 30.
   Δεν είχα κουβέρτες, δεν είχα φάει και φαινότανε πως μ' είχανε ξεχάσει. Μα πάλι ήτανε καλύτερα από την ταράτσα. Κι αν είχα την τύχη να γίνει ένα γραφειοκρατικό λάθος και με ξεχάσουνε, ποιος τη χάρη μου. Τα πόδια μου τα 'νιωθα καλύτερα. Τα παιδιά από δίπλα ξανάρχισαν να μιλάνε. Ένιωθα συντροφευμένος. Ποτέ δεν φανταζόμουνα πως, μέσα στην καρδιά του λύκου, θα υπήρχε τέτοια αντίσταση. Ένιωθα όμορφα. Δεν ξέρω γιατί, σιγά σιγά με πήρε το παράπονο. Έκλαψα. Το πρόσωπό μου ήτανε γδαρμένο και τα δάκρυα με τσούξανε. Μ' έπιασε φαγούρα.
   Το βράδυ άνοιξαν την πόρτα μου. Δύο χαφιέδες. Ανατρίχιασα. Ξανά ταράτσα; Πήγα να σηκωθώ. Ρωτάνε τα στοιχεία μου. Περίεργο! Μέσα σε λίγες ώρες είχα συνηθίσει το κελί μου. Δεν μπόρεσα να σηκωθώ. Με σηκώνει κάποιος και με κολλάει στον τοίχο. Περιμένω μπουνιά και πάω να καλυφτώ. Μου κατεβάζει τα χέρια. Ο άλλος  μου τράβηξε φωτογραφία. Μ' αφήνει και πέφτω. Ξανακλείνει την πόρτα. Το φλας με είχε στραβώσει. Αυτό μόνο. Άδικα τρόμαξα. Με βασανίσανε με το παραπάνω. Πρέπει να έχει τελειώσει αυτή η φασαρία. Τώρα μένει η απομόνωση. Δεν πρέπει ποτέ κανείς να υπερβάλλει. Σχεδόν το πίστευα.
   Το πρωί - περίπου οκτώ η ώρα - ήρθαν και φώναξαν απάνω. Ρώτησα για τι είναι. Δεν ήξεραν. Στο τσιμέντο όλη νύχτα. Κοριοί, χιλιάδες κοριοί, είχανε βρει ταο καλύτερο μέρος για να ευδοκιμήσουν. Δεν μπορούσα να περπατήσω. Κρατιόμουνα πάνω στον χαφιέ. Με περάσανε από μιαν αυλή, περίπου πέντε επί πέντε. Εκεί στριμωγμένοι πάνω από σαράντα με φοβερές γενειάδες. Μια ματιά αν υπήρχε κανένας γνωστός. Κανένας. Φοβόντουσαν να με κοιτάξουν. Με κοίταζαν κλεφτά. Η πόρτα της αυλής έκλεισε. Πάλι στον τέταρτο. Κάθε τόσο σταμάταγα. Ο χαφιές δεν με πίεζε καθόλου. Μ' άφηνε και καθόμουνα όσο ήθελα.
   Πάλι στον τέταρτο. Πήγαμε σ' ένα άλλο γραφείο. Ο αστυνόμος Καραπαναγιώτης περίμενε για μένα. Στο γραφείο ήτανε άλλοι δύο. Ένας μάλλον νέος άνθρωπος, από τους τύπους που σ' όποια υπηρεσία και να τους βάλεις, γίνονται σκλάβοι, και πάνε μπροστά. Ο άλλος κάτι μεταξύ κλητήρα και χαφιέ / πενηντάρης. Στο γραφείο, ο Καραπαναγιώτης / γύρω στα σαράντα, λιπαρός, μαλλιά ψαρά, μικρά, γαλάζια μάτια χωρίς καμιάν έκφραση. Μιλάει μ' εκείνο το ρετουσαρισμένο ιδίωμα των επαρχιωτών που έχουν κάτσει πολλά χρόνια στην Αθήνα...

Το βιβλίο του Περικλή Κοροβέση "Ανθρωποφύλακες"  ήταν το 1969 η αφορμή για να καταδικαστεί το καθεστώς της χούντας σε εκδίωξη από το Συμβούλιο της Ευρώπης, επειδή ήταν αδιανόητο να γίνονται βασανιστήρια στην πολιτισμένη Ευρώπη. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Ηλέκτρα" .

  ...Ο Περικλής Κοροβέσης, στον πρόλογό του, λέει πως ούτε η οικολογική καταστροφή, ούτε η φτώχεια στα 4/5 του πλανήτη είναι το πιο επικίνδυνο. "Πάνω απ' όλα αυτά, εγώ, με την ταπεινή μου γνώμη, θεωρώ την πιο μεγάλη απειλή της ζωής στον πλανήτη μας την  α δ ι α φ ο ρ ί α ". 

Κι ένα τραγούδι για φυλακισμένους αγωνιστές με παραδοσιακούς στίχους και μουσική του Μανώλη Φάμελου



Ορφέας Περίδης-Φυλακή (Μ.Φάμελλος)

Εγέρασα μανούλα μου
πρωτύτερα από σένα

Δε με γεράσαν γέρατα
δε με γεράσαν ξένα, τα ξένα...

Με γέρασεν η φυλακή,
της Πύλου τα μπουντρούμια...

Χρόνια και χρόνια καταγής
στον τοίχο ακουμπισμένος, αχ μάνα...
Έλιωσε το, αχ το κορμάκι μου
και το δεξί μου χέρι, το χέρι...

Περικαλώ την Παναγιά
το χέρι μου να γιάνει...