Για τα Πευκόπουλα πάλι!
Το "Πότε θα κάνει ξαστεριά" είναι ένα ριζίτικο τραγούδι που το έκανε γνωστό στο πανελλήνιο, μέσα στη δικτατορία, ο Γιάννης Μαρκόπουλος και η φωνή του Νίκου Ξυλούρη. Σύντομα, μετά την κυκλοφορία του δίσκου ("τα Ριζίτικα"), παρέες εφήβων μαζεμένες σε σπίτια το τραγουδούσαν με τις κιθάρες τους, στη δε μπουάτ που τραγουδούσε ο Ξυλούρης γινόταν το αδιαχώρητο, από κόσμο που με το το τραγούδι του έκφραζε την αγανάκτησή του για τη χούντα.
Πότε θα κά- βρε, πότε θα κάμει ξαστεριά
πότε θα φλεβαρίσει
πότε θα φλεβαρίσει
να πάρω το- να πάρω το ντουφέκι μου,
να πάρω το- να πάρω το ντουφέκι μου,
να πάρω το- βρε, να πάρω το ντουφέκι μου,
την όμορφη πατρόνα
την όμορφη πατρόνα
να κατεβώ- να κατεβώ στον Ομαλό,
να κατεβώ- βρε να κατεβώ στον Ομαλό
να κατεβώ- βρε να κατεβώ στον Ομαλό
στη στράτα το Μουσούρο
στη στράτα το Μουσούρο
να κάμω μά- να κάμω μάνες δίχως γιους,
να κάμω μά- να κάμω μάνες δίχως γιους,
να κάμω μά- να κάμω μάνες δίχως γιους,
γυναίκες δίχως άντρες
γυναίκες δίχως άντρες
να κάμω και- να κάμω και μωρά παιδιά,
να κάμω και- να κάμω και μωρά παιδιά,
να κάμω και- βρε, να κάμω και μωρά παιδιά
να κλαιν δίχως μανάδες
να κλαιν δίχως μανάδες
πότε θα κάνει ξαστεριά...
Ο δίσκος "Το Χρονικό" (1969), στον οποίο ανήκει και το "Λιονταρόπουλο", βγήκε μέσα στη δικτατορία. Μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου, στίχοι Κ.Χ. Μύρη, (κατά κόσμον Κώστας Γεωργουσόπουλος, ο γνωστός κριτικός θεάτρου, αλλά και ποιητής). Κάθε τραγούδι αναφέρεται και σε μια διαφορετική ιστορική στιγμή της ελληνικής ιστορίας και όλος μαζί ο δίσκος έγινε στο στόμα και στην καρδιά των ανθρώπων της εποχής αίτημα ελευθερίας (οι λογοκριτές δεν μπόρεσαν να πετσοκόψουν τους στίχους, γιατί ο Κ.Χ. Μύρης μεταχειρίζεται με τόση μαεστρία τη συμβολική γλώσσα, ώστε για τη χαμηλή παιδεία τους οι στίχοι ήταν ακατάληπτοι).
Όσο για το Μαρκόπουλο, με το "Χρονικό" γίνεται πρωτοπόρος του ρεύματος της μουσικής ethnic όχι μόνο στην Ελλάδα, παγκοσμίως!
Τη μέρα που γεννήθηκες
και γιόμισες την πλάση
το μπόι σου δεν χώραγε
την πόρτα να περάσει.
Κοιμάσαι λιονταρόπουλο
κι ο ύπνος σου δε θρέφει
και τ άγρια μεσάνυχτα
κρυφός καημός σου γνέφει.
Ξύπνα ν ακούσεις τη φωνή
που σήκωσαν τ αγρίμια
τα ήμερα κρυφτήκανε
και βγήκαν τα θρασίμια.
Να πάρεις λιονταρόπουλο
τη δημοσιά να φτάσεις
κι αν εύρεις κόσμο ξέγνοιαστο
την ώρα σου μη χάσεις.
Μη λυπηθείς τη μάνα μου
τ αδέρφια μου, κανένα
κι αν χρειαστεί στο δρόμο σου
μη λυπηθείς και μένα.
τραγουδάει η Μαρία Δημητριάδη
Για την "Παράγκα", τραγούδι κι αυτό της δικτατορίας, ενός τραγουδοποιού - ποιητή, σπουδαίου ποιητή, ένα ερώτημα μόνο ας αιωρηθεί: πόσο έχει αλλάξει και σε τι η σημερινή Ελλάδα από την Παράγκα της δεκαετίας του '60;
Όπου κοιτάζω να κοιτάζεις
όλη η Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα
παράγκα, παράγκα, παράγκα του χειμώνα
κι εσύ μιλάς σαν πτώμα
Ο λαός, ο λαός στα πεζοδρόμια
κουλούρια ζητάει και λαχεία
κοπάδια, κοπάδια, κοπάδια στα υπουργεία
αιτήσεις για τη Γερμανία
Κυράδες, φιλάνθρωποι παπάδες
εργολαβίες, ψαλμωδίες και καντάδες
Η Ευανθούλα κλαίει πριν να κοιμηθεί
την παρθενιά της βγάζει στο σφυρί
Στα γήπεδα η Ελλάδα αναστενάζει
στα καφενεία μπιλιάρδο, καλαμπούρι και χαρτί
Στέκει στο περίπτερο διαβάζει
φυλλάδες με μιάμιση δραχμή
Όχι, όχι αυτό δεν είναι τραγούδι
Είναι η τρύπια στέγη μιας παράγκας
Είναι η γόπα που μάζεψε ένας μάγκας
Κι ο χαφιές που μας ακολουθεί.
jiagogina