Ήταν ένα αντρόγυνο, πολύ φτωχοί, και δεν είχανε παιδιά. Κάθε μέρα λοιπόν παρακαλούσανε τους αγίους και το Θεό να τους δώσουνε ένα παιδάκι.
Μια φορά έβαλε η γυναίκα από βραδύς κουκιά στο νερό. Το πρωί που τα ξεμάτιζε*, λέει:
"Αχ, Θεούλη μου, και νάτανε όλα αυτά τα κουκιά παιδιά μου..."
Ο Θεός άκουσε την προσευχή της και γίνανε τα κουκιά παιδιά, κι αρχίσανε να φωνάζουνε: "Μάνα, πεινάμε! Μάνα, πεινάμε!" Πάει η γυναίκα στον μπακάλη, παίρνει ένα σακί αλεύρι, το ζύμωσε, όπως ζυμώναμε όλοι εκείνα τα χρόνια, έκανε ψωμί και τάισε τα παιδιά.
Το βράδυ γυρίζει ο άντρας της και τι να δει! Μια μάντρα παιδιά!
"Γυναίκα", λέει, "που βρεθήκανε όλα αυτά τα παιδιά;"
"Αχ, άντρα μου, θαύμα! Μα, όταν σου πω, θα γελάσεις. Δεν είχαμε τα κουκιά στο νερό; Ε, εκεί που τα ζεμάτιζα, παρακάλεσα το Θεό να γινότανε τα κουκιά παιδιά κι Εκείνος τα έκαμε!"
"Ωχ, γυναίκα, και τι θα φάνε!"
"Πήρα ένα τσουβάλι αλεύρι, ζύμωσα ψωμιά και φάγανε!"
"Μωρέ αυτά θα φάνε κι εμάς! Δεν μπορούμε να τα χορτάσουμε τόσα στόματα, μόνο να τα διώξουμε!"
Πιάνει λοιπόν ένα ραβδί και τα διώχνει όλα τα παιδιά. Ένας μικρός, φοβήθηκε και πήγε και τρύπωσε κάτω από τη σκάφη, την ξύλινη, αυτή που είχανε για να ζυμώνουνε.
Αφού φύγανε όμως τα παιδιά, ο πατέρας στενοχωρήθηκε. "Αχ, γυναίκα", λέει, "τι έκανα... έδιωξα τα παιδιά που μας έστειλε ο Θεός και τώρα δεν έχουμε κανένα να μας φυλάει τη μηλιά..."
Ξεπροβάλλει τότε ο μικρός, κάτω από τη σκάφη, και λέει:
"Πατέρα, εγώ ειμ' εδώ!"
"Βρε, Κοκκινοκωλάκη; " - τον είπε Κοκκινοκωλάκη γιατί ήταν κόκκινος ο ποπός του -, "πού βρέθηκες εσύ;"
"Φοβήθηκα, πατέρα, το ραβδί και κρύφτηκα".
"Πάρε ψωμί και τυρί και πήγαινε να φυλάς τη μηλιά", του λέει ο πατέρας του.
- Είχανε μια μηλιά, που έκανε πολύ ωραία μήλα, αλλά και πηγαίνανε και τους τα κλέβανε.
Τρέχει λοπόν ο Κοκκινοκωλάκης κι ανεβαίνει στη μηλιά. Τότε περνάει από κάτω μια κακιά γυναίκα - εκείνα τα χρόνια ο κόσμος ήτανε κακός κι έτρωγε ο ένας τον άλλον -, είδε τον Κοκκινοκωλάκη και του λέει:
"Κοκκινοκωλάκη, Κοκκινοκωλάκη ρίξε μου ένα μηλαράκι, να φάω η καημένη..."
"Όχι, γιατί μαλώνει ο αφέντης μου**!"
"Έλα, βρε Κοκκινοκωλάκη, τόσα μήλα έχετε, πού θα το καταλάβει;..."
Με τα πολλά, τονε καταφέρνει και της ρίχνει ένα μήλο.
"Αχ, Κοκκινοκωλάκη, κατέβα να μου το πιάσεις γιατί δεν το βλέπουν τα ματάκια μου..."
Κατεβαίνει ο Κοκκινοκωλάκης και τον αρπάζει αυτή τον βάζει μες στο τσουβάλι της και πήγαινε, ώσπου μια στιγμή ήθελε να κάνει τα τσίσα της. Αφήνει λοιπόν κάτω το τσουβάλι, για να πάει πιο κει και, τότε, βγαίνει ο Κοκκινοκωλάκης, γεμίζει πέτρες το τσουβάλι και τρέχει πίσω στη μηλιά.
Έρχεται η γριά, σηκώνει το τσουβάλι - ήτανε πιο βαρύ από πριν - "αχ", λέει, "πάχυνε το γουρουνάκι μου". Φτάνει καμιά φορά στο σπίτι της και φωνάζει στην αδελφή της:
"Μαρουλιά, σου 'φερα ένα γουρουνάκι", κι ανοίγει το τσουβάλι και βλέπει τις πέτρες. "Α, τον μπαγάσα", λέει, "μου 'φυγε... Θα πάω πάλι πίσω, να τον βρω κι αλίμονό του!..." Βάζει άλλα ρούχα, για να μην τη γνωρίσει ο Κοκκινοκωλάκης, πάει πάλι κάτω απ' τη μηλιά και του φωνάζει:
"Κοκκινοκωλάκη, Κοκκινοκωλάκη ρίξε μου ένα μηλαράκι..."
"Όχι, γιατί μαλώνει ο αφέντης μου!"
"Μα έλα, Κοκκινοκωλάκη, ρίξε μου, σε παρακαλώ, ένα μηλαράκι...
"Όχι, γιατί και χθες έριξα σε μιαν άλλη και μ' έβαλε μες στο τσουβάλι".
"Α, Κοκκινοκωλάκη, κατέβα να μου το πιάσεις, γιατί πονά η μέση μου και δεν μπορώ να σκύψω..."
Κατεβαίνει ο Κοκκινοκωλάκης, τον αρπάζει αυτή και τον βάζει στο τσουβάλι.
Πάει στο σπίτι της και φωνάζει στην αδελφή της:
"Έλα Μαρουλιά, στο 'φερα το γουρουνάκι! Και, για δες, εγώ θα πάω σήμερα στην εκκλησία - ήτανε Κυριακή - κι εσύ σφάξε τον, μαγείρεψέ τον και στρώσε τραπέζι, άμα γυρίσω να φάμε".
Φεύγει και, τότε, λέει η Μαρουλιά στον Κοκκινοκωλάκη:
"Αχ, Κοκκινοκωλάκη, τι να κάμω τώρα, που δεν ξέρω να σε σφάξω;"
"Γι' αυτό στενοχωριέσαι;", λέει ο Κοκκινοκωλάκης, "εγώ θα σου δείξω. Να πιάνεις έτσι το μαχαίρι, κάνεις ένα σταυρό...", και πριν προλάβει η Μαρουλιά να καταλάβει, την έσφαξε ο Κοκκινοκωλάκης. Τη μαγειρεύει, στρώνει το τραπέζι και πάει κι ανεβαίνει πάνω στην ταράτσα.
Σε λίγο έρχεται η άλλη από την εκκλησία, κάθεται στο τραπέζι και φωνάζει στην αδελφή της: "Μαρουλιά, έλα να φάμε!"
Φωνάζει τότε κι ο Κοκκινοκωλάκης: "Μαρουλιά τρως και Μαρουλιά φωνάζεις;"
"Έλα, Μαρουλιά, να φάμε!"
"Μαρουλιά τρως και Μαρουλιά φωνάζεις;" λέει πάλι ο Κοκκινοκωλάκης.
Τότε πια τον κατάλαβε η γριά και βγαίνει και του λέει: "Βρε, πώς ανέβηκες εκεί πάνω;"
"Έβαλα το ένα τραπέζι πάνω στ' άλλο κι ανέβηκα".
Βάζει κι αυτή το ένα τραπέζι πάνω στ' άλλο και πάει ν' ανέβει. Μπορούσε; Έπεσε χάμω και σκοτώθηκε.
Κατεβαίνει τότε ο Κοκκινοκωλάκης και παίρνει όλες τους τις λίρες - ήτανε πολύ πλούσιες αυτές - και δρόμο για το σπίτι του. Αλλά ο βλάκας, στο δρόμο που πήγαινε φώναζε: "Μπαμπά, άνοιξε την κασέλα και χρήματα σου κουβαλώ! Μπαμπά, άνοιξε την κασέλα και χρήματα σου κουβαλώωω!"
Όταν έφτασε στο σπίτι, του λέει ο πατέρας του: "Τρέχα στη γειτόνισσα και πες της να σου δώσει το πινάκι*** της, για να μετρήσουμε το στάρι".
- Τα λεφτά θέλανε να μετρήσουνε, μα είπε το στάρι για να μη δώσει λογαριασμό στη γειτονιά, πως γίνανε δηλαδή πλούσιοι -.
Πάει ο Κοκκινοκωλάκης και λέει: "Καλέ, κυρα-γειτόνισσα, είπε ο μπαμπάς μου, μου δίνεις το πινάκι σου, για να μετρήσουμε το στάρι;"
Αυτή όμως είχε ακούσει τον Κοκκινοκωλάκη που φώναζε πως φέρνει χρήματα και λέει: "Στάσου μια στιγμή, Κοκκινοκωλάκη, να βάλω λίγη κόλλα στο πινάκι μου, γιατί έχει μια τρύπα και θα σας χύνεται το στάρι".
Πάει λοιπόν και αλείφει με κόλλα τον πάτο του πινακιού και το δίνει στον Κοκκινοκωλάκη. - Παραμύθι τώρα αυτό, ε; τόσα λεφτά είχανε πια, που θέλανε πινάκι για να τα μετρήσουνε; - Έτσι, κολλήσανε κάμποσες λίρες και τις πήρε η γειτόνισσα, και οι άλλοι ούτε που το πήρανε χαμπάρι. Και ζήσανε καλά αυτοί με τις λίρες κι εμείς καλύτερα.
*: ξεμάτιζε: έβγαζε το "μάτι", το σκληρό πάνω μέρος των κουκιών, τα καθάριζε.
**:αφέντης: ο πατέρας
***: πινάκι: σκεύος για να μετράνε σπυρί-σπυρί τα σιτηρά.
"Αχ, άντρα μου, θαύμα! Μα, όταν σου πω, θα γελάσεις. Δεν είχαμε τα κουκιά στο νερό; Ε, εκεί που τα ζεμάτιζα, παρακάλεσα το Θεό να γινότανε τα κουκιά παιδιά κι Εκείνος τα έκαμε!"
"Ωχ, γυναίκα, και τι θα φάνε!"
"Πήρα ένα τσουβάλι αλεύρι, ζύμωσα ψωμιά και φάγανε!"
"Μωρέ αυτά θα φάνε κι εμάς! Δεν μπορούμε να τα χορτάσουμε τόσα στόματα, μόνο να τα διώξουμε!"
Πιάνει λοιπόν ένα ραβδί και τα διώχνει όλα τα παιδιά. Ένας μικρός, φοβήθηκε και πήγε και τρύπωσε κάτω από τη σκάφη, την ξύλινη, αυτή που είχανε για να ζυμώνουνε.
Αφού φύγανε όμως τα παιδιά, ο πατέρας στενοχωρήθηκε. "Αχ, γυναίκα", λέει, "τι έκανα... έδιωξα τα παιδιά που μας έστειλε ο Θεός και τώρα δεν έχουμε κανένα να μας φυλάει τη μηλιά..."
Ξεπροβάλλει τότε ο μικρός, κάτω από τη σκάφη, και λέει:
"Πατέρα, εγώ ειμ' εδώ!"
"Βρε, Κοκκινοκωλάκη; " - τον είπε Κοκκινοκωλάκη γιατί ήταν κόκκινος ο ποπός του -, "πού βρέθηκες εσύ;"
"Φοβήθηκα, πατέρα, το ραβδί και κρύφτηκα".
"Πάρε ψωμί και τυρί και πήγαινε να φυλάς τη μηλιά", του λέει ο πατέρας του.
- Είχανε μια μηλιά, που έκανε πολύ ωραία μήλα, αλλά και πηγαίνανε και τους τα κλέβανε.
Τρέχει λοπόν ο Κοκκινοκωλάκης κι ανεβαίνει στη μηλιά. Τότε περνάει από κάτω μια κακιά γυναίκα - εκείνα τα χρόνια ο κόσμος ήτανε κακός κι έτρωγε ο ένας τον άλλον -, είδε τον Κοκκινοκωλάκη και του λέει:
"Κοκκινοκωλάκη, Κοκκινοκωλάκη ρίξε μου ένα μηλαράκι, να φάω η καημένη..."
"Όχι, γιατί μαλώνει ο αφέντης μου**!"
"Έλα, βρε Κοκκινοκωλάκη, τόσα μήλα έχετε, πού θα το καταλάβει;..."
Με τα πολλά, τονε καταφέρνει και της ρίχνει ένα μήλο.
"Αχ, Κοκκινοκωλάκη, κατέβα να μου το πιάσεις γιατί δεν το βλέπουν τα ματάκια μου..."
Κατεβαίνει ο Κοκκινοκωλάκης και τον αρπάζει αυτή τον βάζει μες στο τσουβάλι της και πήγαινε, ώσπου μια στιγμή ήθελε να κάνει τα τσίσα της. Αφήνει λοιπόν κάτω το τσουβάλι, για να πάει πιο κει και, τότε, βγαίνει ο Κοκκινοκωλάκης, γεμίζει πέτρες το τσουβάλι και τρέχει πίσω στη μηλιά.
Έρχεται η γριά, σηκώνει το τσουβάλι - ήτανε πιο βαρύ από πριν - "αχ", λέει, "πάχυνε το γουρουνάκι μου". Φτάνει καμιά φορά στο σπίτι της και φωνάζει στην αδελφή της:
"Μαρουλιά, σου 'φερα ένα γουρουνάκι", κι ανοίγει το τσουβάλι και βλέπει τις πέτρες. "Α, τον μπαγάσα", λέει, "μου 'φυγε... Θα πάω πάλι πίσω, να τον βρω κι αλίμονό του!..." Βάζει άλλα ρούχα, για να μην τη γνωρίσει ο Κοκκινοκωλάκης, πάει πάλι κάτω απ' τη μηλιά και του φωνάζει:
"Κοκκινοκωλάκη, Κοκκινοκωλάκη ρίξε μου ένα μηλαράκι..."
"Όχι, γιατί μαλώνει ο αφέντης μου!"
"Μα έλα, Κοκκινοκωλάκη, ρίξε μου, σε παρακαλώ, ένα μηλαράκι...
"Όχι, γιατί και χθες έριξα σε μιαν άλλη και μ' έβαλε μες στο τσουβάλι".
"Α, Κοκκινοκωλάκη, κατέβα να μου το πιάσεις, γιατί πονά η μέση μου και δεν μπορώ να σκύψω..."
Κατεβαίνει ο Κοκκινοκωλάκης, τον αρπάζει αυτή και τον βάζει στο τσουβάλι.
Πάει στο σπίτι της και φωνάζει στην αδελφή της:
"Έλα Μαρουλιά, στο 'φερα το γουρουνάκι! Και, για δες, εγώ θα πάω σήμερα στην εκκλησία - ήτανε Κυριακή - κι εσύ σφάξε τον, μαγείρεψέ τον και στρώσε τραπέζι, άμα γυρίσω να φάμε".
Φεύγει και, τότε, λέει η Μαρουλιά στον Κοκκινοκωλάκη:
"Αχ, Κοκκινοκωλάκη, τι να κάμω τώρα, που δεν ξέρω να σε σφάξω;"
"Γι' αυτό στενοχωριέσαι;", λέει ο Κοκκινοκωλάκης, "εγώ θα σου δείξω. Να πιάνεις έτσι το μαχαίρι, κάνεις ένα σταυρό...", και πριν προλάβει η Μαρουλιά να καταλάβει, την έσφαξε ο Κοκκινοκωλάκης. Τη μαγειρεύει, στρώνει το τραπέζι και πάει κι ανεβαίνει πάνω στην ταράτσα.
Σε λίγο έρχεται η άλλη από την εκκλησία, κάθεται στο τραπέζι και φωνάζει στην αδελφή της: "Μαρουλιά, έλα να φάμε!"
Φωνάζει τότε κι ο Κοκκινοκωλάκης: "Μαρουλιά τρως και Μαρουλιά φωνάζεις;"
"Έλα, Μαρουλιά, να φάμε!"
"Μαρουλιά τρως και Μαρουλιά φωνάζεις;" λέει πάλι ο Κοκκινοκωλάκης.
Τότε πια τον κατάλαβε η γριά και βγαίνει και του λέει: "Βρε, πώς ανέβηκες εκεί πάνω;"
"Έβαλα το ένα τραπέζι πάνω στ' άλλο κι ανέβηκα".
Βάζει κι αυτή το ένα τραπέζι πάνω στ' άλλο και πάει ν' ανέβει. Μπορούσε; Έπεσε χάμω και σκοτώθηκε.
Κατεβαίνει τότε ο Κοκκινοκωλάκης και παίρνει όλες τους τις λίρες - ήτανε πολύ πλούσιες αυτές - και δρόμο για το σπίτι του. Αλλά ο βλάκας, στο δρόμο που πήγαινε φώναζε: "Μπαμπά, άνοιξε την κασέλα και χρήματα σου κουβαλώ! Μπαμπά, άνοιξε την κασέλα και χρήματα σου κουβαλώωω!"
Όταν έφτασε στο σπίτι, του λέει ο πατέρας του: "Τρέχα στη γειτόνισσα και πες της να σου δώσει το πινάκι*** της, για να μετρήσουμε το στάρι".
- Τα λεφτά θέλανε να μετρήσουνε, μα είπε το στάρι για να μη δώσει λογαριασμό στη γειτονιά, πως γίνανε δηλαδή πλούσιοι -.
Πάει ο Κοκκινοκωλάκης και λέει: "Καλέ, κυρα-γειτόνισσα, είπε ο μπαμπάς μου, μου δίνεις το πινάκι σου, για να μετρήσουμε το στάρι;"
Αυτή όμως είχε ακούσει τον Κοκκινοκωλάκη που φώναζε πως φέρνει χρήματα και λέει: "Στάσου μια στιγμή, Κοκκινοκωλάκη, να βάλω λίγη κόλλα στο πινάκι μου, γιατί έχει μια τρύπα και θα σας χύνεται το στάρι".
Πάει λοιπόν και αλείφει με κόλλα τον πάτο του πινακιού και το δίνει στον Κοκκινοκωλάκη. - Παραμύθι τώρα αυτό, ε; τόσα λεφτά είχανε πια, που θέλανε πινάκι για να τα μετρήσουνε; - Έτσι, κολλήσανε κάμποσες λίρες και τις πήρε η γειτόνισσα, και οι άλλοι ούτε που το πήρανε χαμπάρι. Και ζήσανε καλά αυτοί με τις λίρες κι εμείς καλύτερα.
*: ξεμάτιζε: έβγαζε το "μάτι", το σκληρό πάνω μέρος των κουκιών, τα καθάριζε.
**:αφέντης: ο πατέρας
***: πινάκι: σκεύος για να μετράνε σπυρί-σπυρί τα σιτηρά.