Ένα βαρετό απόγευμα…
Χθες ήταν ένα συνηθισμένο βαρετό απόγευμα (βαρετό επειδή ήταν συνηθισμένο ή συνηθισμένο επειδή ήταν βαρετό; διαλέγετε και παίρνετε…). Είχα τελειώσει τα μαθήματά μου και δεν είχα τι να κάνω. Ο αδελφός μου δεν είχε τελειώσει τα δικά του και δεν μπορούσα να τσακωθώ μαζί του, γιατί η μαμά θα μου φώναζε και φυσικά θα μου έλεγε πάλι τα γνωστά ότι πρέπει να σεβόμαστε τον άλλον όταν δουλεύει και ότι όταν εγώ διαβάζω δε θα ‘θελα να με ενοχλεί ο αδελφός μου και μπλα, μπλα, μπλα… Τέλειωσα πιο γρήγορα χθες, γιατί ουσιαστικά δεν είχαμε μαθήματα στο σπίτι, πράγμα που συνήθως συμβαίνει πολύ σπάνια κι έτσι συνήθως ο αδελφός μου τελειώνει πιο γρήγορα και τότε έρχονται μαζί με τη μαμά και μου λένε να τελειώνω κι εγώ γρήγορα για να παίξουμε και να την αφήσουμε κι εκείνη για λίγο ήσυχη, που τρέχει κι εκείνη όλη μέρα κλπ. κλπ.
Ας γυρίσουμε όμως στο χθεσινό απόγευμα… Αφού δεν είχα τι να κάνω, είπα να πάω να βοηθήσω τον αδελφό μου. Είχε να γράψει μια έκθεση, την είχε τελειώσει, αλλά εγώ του είπα πως ήτανε χάλια και μετά αυτός άρχισε να κλαίει και του είπα να σταματήσει αμέσως γιατί θα ερχότανε μέσα η μαμά. Τότε μπήκε μέσα η μαμά. Με ρώτησε γιατί έκλαιγε ο αδελφός μου κι εγώ της απάντησα πως έκλαιγε γιατί είναι χαζός και ότι δεν καταλαβαίνει τι θα πει έκθεση και ότι έγραφε συνέχεια κοτσάνες. Η μαμά κάθισε με τον αδελφό μου για να ξαναγράψουν μαζί την έκθεση.
Εγώ έφυγα και πήγα να δω τηλεόραση, αλλά δεν είχε τίποτα, οπότε αναγκάστηκα να παίξω μπάλα. Έσυρα το μπαούλο με την τηλεόραση κοντά στον καναπέ για να σχηματίσω ένα τέρμα. Σε λίγο ήρθε ο αδελφός μου γιατί είχε τελειώσει την έκθεσή του. Παίξαμε μαζί, τον νίκησα, αλλά επειδή πήγε να ξαναβάλει τα κλάματα του είπα ότι νίκησε εκείνος. Όποτε του έρχεται να βάλει τα κλάματα εγώ την πληρώνω. Στη συνέχεια παίξαμε μπάσκετ. Η μπάλα ήταν μια μικρή του τένις και η μπασκέτα ήταν το κουρτινόξυλο. Η μαμά μας είπε να σταματήσουμε γιατί θα ξηλώσουμε την κουρτίνα αλλά εμείς δεν την ακούγαμε. Η μπάλα έφυγε και πήγε και χτύπησε την οθόνη του κομπιούτερ που δούλευε εκείνη τη στιγμή ο μπαμπάς. Άρχισε να φωνάζει και να λέει ότι δεν μπορούσαμε να βρούμε ένα ήσυχο παιχνίδι; Τότε άνοιξα την τηλεόραση. Είχε έναν αγώνα ποδοσφαίρου. Δεν μ’ ένοιαζε πάρα πολύ, αλλά αφού είχαν εξαντληθεί όλες οι προσπάθειες για να παίξω μπάλα, κάθισα να δω τον αγώνα. Στο ημίχρονο έπαιξα λίγο μπάσκετ, αλλά οι γονείς μου μού ξαναφώναξαν – πιο άγρια αυτήν τη φορά – να σταματήσω. Αυτό ήταν η χαριστική βολή. Άρχισα κι εγώ να φωνάζω και να λέω πως δεν ήταν καθόλου δίκαιο και ότι δεν μπορούσα να παίζω καθόλου. Τότε σταμάτησα, γιατί είδα το μπαμπά να σηκώνεται και έτρεξα στο δωμάτιό μου να πέσω για ύπνο. Κοιμήθηκα γιατί «ποιος είδε το μπαμπά και δεν τον φοβήθηκε», που λέει κι η μαμά όταν την εκνευρίζουμε…
By NicK ” the periplokismenos”
Μελέτη στο σπίτι…
Μια μέρα του 2010, όπως συνηθίζουμε να κάνουμε εμείς τα παιδιά, πήγαμε σχολείο. Μόλις γυρίσαμε και φάγαμε, η μάνα μας μας έβαλε να κάνουμε τις βλακείες που μας βάζουν οι δάσκαλοι.
Πήγαμε μέσα να διαβάσουμε. Μόλις πήγα εγώ, με πιάνει ο δεύτερος αδελφός μου, ο Διονύσης, από το λαιμό και αρχίζει να με βαράει. Τα πήρα, και τον πιάνω και εγώ απ’ το λαιμό κι αρχίσαμε όπως πάντα. Καθώς ο Αλέξανδρος περνούσε απ’ το δωμάτιο, μας βλέπει και ρωτάει «νάρθω κι εγώ;». Έρχεται και μπαίνει στη μέση. Τον πιάνω και τον αρχίζω στις γρήγορες. Βάζει τη σειρήνα του, γιατί αυτό δεν είναι κλάμα, και αρχίζει να κλαίει. Το ακούει η μαμά κι έρχεται. Του λέω του Αλέξανδρου να το βουλώσει αλλά τζάμπα κόπος. Πάω και του βάζω μια γόμα στο στόμα παρά λίγο να τον πνίξω. Φεύγει ο μικρός στην τουαλέτα να πλυθεί και οι υπόλοιποι κατευθείαν στις θέσεις μας. Μόλις ηρεμούμε, ο Αλέξανδρος έρχεται να με ρωτήσει πώς γράφεται το ρύζι. Ε, κι εγώ που ήμουνα εκνευρισμένος μαζί του, του απαντάω: «Ο ….. σου μυρίζει!». Έφυγε θυμωμένος κι εγώ του φώναξα «ξύδι!»…
Μόλις τελείωσα τα μαθήματα, που ήμουνα κι ο μοναδικός, πήγα κι έπαιξα μπάσκετ στο δωμάτιο των μικρών. Ο Κωνσταντίνος άρχιζε να λέει τα συνηθισμένα του, ότι η μπασκέτα ήταν δικιά του και μπλα μπλα μπλα… Τον έγραψα κανονικά και άρχιζα να παίζω. Εκεί που πάω να καρφώσω, πηδάει ο Κωνσταντίνος και ακουμπάει τη μπασκέτα. Μετά πέφτω κάτω. Ξεκολλάει η μπασκέτα, πέφτει πάνω στο κεφάλι του και αρχίζει να κλαίει. Πάω, του πετάω τη μπάλα στο κεφάλι επειδή μου χάλασε το παιχνίδι και φεύγω. Πήγα να δω τηλεόραση, αλλά μετά από δέκα λεπτά βαρέθηκα. Οπότε πήγα σ’ αυτό που μ’ έκανε να βαρεθώ, τον Κωνσταντίνο. Πήγα, τον πλάκωσα στις γρήγορες, αρχίζει να κλαίει. Πάω του βάζω ένα μπισκότο στο στόμα και αρχίζει να μασουλάει.
Τέλος πάντων φτάνει 19.00 και πάω να δω τηλεόραση. Μόλις τέλειωσαν οι άλλοι στις 19.30, πήγα ρώτησα τον μπαμπά, αν μπορώ να πάω στο σχολείο μαζί με τους ηλίθιους. Δέχτηκε, μας άφησε. Πήγαμε στο σχολείο με τα ποδήλατα. Ο αδελφός μου, ο Διονύσης, έκανε γύρω-γύρω από το σχολείο ποδήλατο και στο δρόμο περνούσε δίπλα από μια κολόνα. Εκείνη τη στιγμή του είπα πως μόλις περάσει από την κολόνα να κοιτάει αριστερά και να τεντώσει το δεξί του χέρι. Αυτός, ο ηλίθιος, το έκανε και χτύπησε το χέρι του στην κολόνα.
Εξαιτίας του πήγαμε σπίτι στις 20.30 και ήμασταν αναγκασμένοι να δούμε τηλεόραση που είχε ειδήσεις – τις σιχαίνομαι. Ήθελα να πάω στον Η/Υ, αλλά είχε μπαστακωθεί ο πατέρας μου. Τέλος πάντων πήγα να πλακώσω τον μικρό για να περάσει η ώρα. Έκανα ζημιές στο σπίτι, κατά λάθος. Όχι σ’ όλο, μόνο στα δωμάτια…
By BlackMilk