Δευτέρα 12 Απριλίου 2010

ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ: Η μάνα του Χριστού







Πώς οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.


Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα, 
των αλλώνε τα μίση καιρό τηνε θρέφαν 
κι αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα, 
να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα! 

Α! πώς είχα σα μάνα κ΄εγώ λαχταρήσει 
(ήταν όνειρο κι έμεινεν, άχνα και πάει) 
σαν και τ΄άλλα σου αδέρφια να σ΄είχα γεννήσει 
κι από δόξες αλάργα κι αλάργ΄από μίση! 

Ένα κόκκινο σπίτι σ΄αυλή με πηγάδι... 
   και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι... 
νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδυ, 
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι. 

Κι άμ΄ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι, 
με τα ρούχα γεματα ψιλό ροκανίδι, 
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι 
ν΄ανασαίνει βαθιά τ΄όλο κέδρον αγέρι. 

Κι αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει 
τον καλό σου τον ίσκιο, Πατέρα κι Αφέντη, 
η ακριβή σου να βγαίνει νερό να σου χύσει, 
ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν΄αρχίσει. 

Κι ο κατόχρονος θάνατος θα΄τανε μέλι 
και πολλή φύτρα θ΄άφηνες τέκνα κι αγγόνια 
καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι, 
τ΄αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει. 

Κατεβάζω στα μάτια τη μαύρην ομπόλια, 
γιά να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει... 
Ξεφαντώνουν τ΄αηδόνια στα γύρω περβόλια, 
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια. 

Φεύγεις πάνου στην άνοιξη, γιέ μου καλέ μου, 
Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν εχεις. 
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη γιέ μου, 
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου! 

Καθώς κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα, 
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια. 
Στύλωσέ μου τα δυό σου τα μάτια μεγάλα: 
τρέχουν αίμα τα στήθια, που βύζαξες γάλα. 

Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου 
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας νά μπεις! 
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!) 
δεν ηξέραν ακόμα ούτε ποιό τ΄όνομά σου! 

      Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη... 
Δολερά ξεσηκώσανε τ΄άγνωμα πλήθη 
     κι όσο ο γήλιος να πέσει και νά΄ρθει το δείλι, 
      το σταυρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ΄οι φίλοι. 

Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι΄ακόμα, 
σα ρωτήσανε:"Ποίος ο Χριστός;" τι πες"Να με"! 
Αχ! δεν ξέρει, τι λέει το πικρό μου το στόμα! 
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ΄έμαθ΄ακόμα!