Τρίτη 13 Απριλίου 2010

Από το βιβλίο του Δημήτρη Χαντζόπουλου "Αχ,και να 'ξερες τι μου θύμισες" (εκδόσεις "Άγρα")

ΦΩΤΩ:
"Παιδάκι μου, ο Σάκης μικρός ήταν διάολος και δεν το λέω μονάχα 'γω. Ούτε ξέρω ποιανού έμοιασε αυτό το παιδί και μάλιστα δεν ήθελε να τον μαλώνουμε γιατί τσαντιζότανε και έπαιρνε μια πέτρα και πήγαινε στις γραμμές του τρένου. Ξάπλωνε κάθετα στις γραμμές και έβαζε την πέτρα επάνω στην κοιλιά του, κι όταν λέμε πέτρα, εννοούμε γαϊδουρόπετρα. Την έβαζε, λέει, για να μην κουνηθεί όταν θα έρθει το τρένο για να τον σκοτώσει. Τέρας σου λέω, τέρας. Μια ζωή μας τάραζε το σκατόπαιδο. Όταν μεγάλωσε έγινε ένα αγγελούδι. Και μετά μου λες εμένα πως δεν αλλάζει ο άνθρωπος, άσε με να χαρείς".


ΜΗΤΣΟΣ
Μια φορά ρώτησε τον εγγονό του το Μίμη: "Στα έργα τα πολεμικά σκοτώνονται στ' αλήθεια;" Κι όταν ο Μίμης του 'πε: "Όχι παππού" αυτός συνέχισε : "Καλά το 'χα καταλάβει εγώ πως είναι ψέματα, στα καουμπόικα εντάξει, αλλά στα πολεμικά αποκλείεται να σκοτώνεται τόσος κόσμος".

Η  ΑΝΝΑ
Σ' αυτό το πράγμα μιλάμε είναι ίδια ο πατέρας της ο συχωρεμένος που άμα ήθελε να μας εκνευρίσει βάραγε μπουνιές την κοιλιά του στο πλάι και πρου τις αμόλαγε. Και άμα της πεις και τίποτα σου λέει...
"Οι δικές μου δεν μυρίζουνε", άει τώρα εσύ βγάλε συμπέρασμα.

Η  ΜΟΝΙΚΑ
Όταν ήμαστε στο Δημοτικό την είχαμε ερωτευτεί όλοι και έκανε παρέα με την Αγγελική μια άλλη συμμαθήτριά μου. Μια μέρα ο δάσκαλος μ' είχε βγάλει από την τάξη, θα 'χα κάνει καμιά διαολιά, κι ήμουνα στο σκάμμα και πήδαγα άλμα εις μήκος μόνος μου, Κάποια στιγμή τη βλέπω που 'ταν κι αυτή έξω, αποκλείεται να την είχε βγάλει ο δάσκαλος γιατί καθόταν πρώτο θρανίο κι ήταν πολύ ήσυχη. Μόλις την είδα άρχισα τρέχω και να πηδάω σαν δαιμονισμένο. Αυτή με πλησίασε κι όπως ήμουν πεσμένος στην άμμο μου 'δωσε μια κεφτέδα και μου 'πε : "Πάρε" Την πήρα, την έφαγα γρήγορα γρήγορα κατακόκκινος κι άρχισα να ξαναπηδάω. Κείνη τη μέρα πρέπει να 'κανα παγκόσμιο ρεκόρ, σοβαρά μιλάω, δεν κάνω πλάκα.


Ο  ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ
Με καμάρωνε επειδή ήμουν από πόλη κι όταν πήγαινα στο χωριό με ρώταγε: "Θείου Δημητράκη είμι μάγκας;"

Ο ΣΠΥΡΑΚΟΣ
Χρυσό παιδί και καλός φίλος, και στη δουλειά σκυλί ατάιγο, έτσι ήταν όμως κι ο πατέρας του. Εδώ πρέπει νά 'μαστε εκδρομή με το Γυμνάσιο στην Ολυμπία. Είναι αυτός με την καρό παντελονιά. Πιτσιρικά, λοιπόν τον Σπυράκο τον είχαν βάλει να δουλεύει σ' ένα μαγαζί που πούλαγε ψυγεία, κουζίνες και τέτοια...κι είχε ένα αφεντικό που τον καρπάζωνε. Κάθε φορά που ο Σπυράκος έτρωγε καρπαζιά, έκλεινε τα μάτια του κι έλεγε από μέσα του: "Βάρα με αφεντικό. βάρα με, γιατί άμα με βαράς ψήνουμαι στη ζωή".

Ο ΝΑΠΟΛΕΩΝ
Σε ένα άλλο έργο ο Καραγκιόζης ήταν ξάπλα και κάποιος πήγαινε να τον σκοτώσει. Η μαρίδα που καθόταν πάντα στις πρώτες θέσεις του φώναζε : "Καραγκιόζη φύγε. Έρχεται να σε σκοτώσει". Ο Καραγκιόζης έκανε πως δεν καταλάβαινε και τραγούδαγε τη Μαντουβάλα. Οι πιτσιρικαίοι συνέχιζαν να φωνάζουν αλλά ο Καραγκιόζης τίποτα. Τζαντίζονται οι πιτσιρικαίοι βουτάνε χαλίκια από χάμω και κάνουν τον μπερντέ κόσκινο, τον ξεσκίσανε τελείως, Ο καραγκιοζοπαίχτης τα 'χασε, καθόταν με τα κουτσούνια στο χέρι και κοίταγε τον κόσμο μέσα από τον σκισμένο μπερντέ και μια έβριζε Χριστοπαναγίες και μια γέλαγε.

Ο ΜΠΑΡΜΠΑ-ΧΡΗΣΤΟΣ
Άμα βρεις σήμερα τεμπέλη σαν τον μπαρμπα-Χρήστο τον Κουρέλη εμένα να με χέσεις. Αφού να φανταστείς μια μέρα έπεσε ένα παιδί μπροστά του απ' το ποδήλατο κι αυτός απ' την καρέκλα τού φώναζε ... "Έλα δω παιδάκι μου να σε σηκώσω".

Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ
Ο πατέρας μας μάς αγόραζε ένα κάρο βιβλία. Είχε μεγάλο καημό να σπουδάσουμε γιατί έλεγε άμα δε σπουδάσεις μια ζωή θα σε πατάνε στο λαιμό, τέλος πάντων. Εκείνο τον καιρό ήμαστε πολύ διαβαστεροί κι οι δυο και τα ξεπετάγαμε τα βιβλία στο χρα-χρα, κι ο δόλιος Νικολάκης δεν έβγαινε οικονομικά να μας αγοράζει συνέχεια, οπότε τι έκανε ο Αχιλλούτσος ; Άκου... Έπαιρνε την εγυκλοπαίδεια κι άρχιζε να διαβάζει όλα τα λήμματα... Ααβόρα... Άαλεν... Ααμού... άαπτος... Άαρών... και τα λοιπά. Καθόταν που λες ώρες ατέλειωτες και διάβαζε. Κάπου στο Βήτα τα 'φτυσε. Όταν κάποτε στην Τιθορέα έλεγα την ιστορία στον Πέτρο, γυρνάει και μου λέει "Δηλαδή Μήτσο μου, ο Αχιλλέας έχει μέχρι το Βήτα τεράστιες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις!..."

Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ
Έκανε τη μορφωμένη κι όλο πήγαινε στον μπαρμπα-Στάθη και του 'λεγε..."τι κάνετε κύριε Στάνθη;" και "πώς είστε κύριε Στάνθη;"...