Δευτέρα 12 Απριλίου 2010

Τρέμετε κ. Τριβιζά…! Γιατί στην Πεύκη έχουμε ταλέντα…

Στην άσκηση 4 (σ.56) το βιβλίο ζητάει να αλλάξουμε όσα στοιχεία θέλουμε για να αλλάξει η παρακάτω ιστορία.

«Το έφεραν ένα πρωί στο κτίριο που ήταν τα γραφεία μας και το τοποθέτησαν κοντά στη σκάλα του τρίτου ορόφου.
Ο Γιάννης ο καφετζής, σαν από ένστικτο, κατάλαβε την απειλή. Έμεινε με το δίσκο μετέωρο να κοιτά φιλύποπτα τον εχθρό. Η λειτουργία του ήταν απλή. Κανόνιζες μ’ ένα διακόπτη το ποτό που ήθελες, έριχνες ένα δίφραγκο και περίμενες να γεμίσει το πλαστικό ποτήρι(…)
(…) Τα καλώδια σαλεύουν απειλητικά. Μοιάζουν με φίδια. Αναδεύονται, θαρρείς και ζωντανεύουν. Ένας βόμβος στ’ αυτιά του. Η ανάσα του κοφτή. Σφίγγει τα δόντια. Απλώνει το χέρι…
Εκεί έπαθε ηλεκτροπληξία ο Γιάννης. Τινάχτηκε! Γονάτισε! Τον βρήκαν κάρβουνο τ’ άλλο πρωί, πλάι στο μηχάνημα. Στη θέση του Γιάννη έφεραν ένα μηχάνημα ακόμα».

Μας προτρέπει, μάλιστα, να φανταστούμε τι θα γινόταν εάν ο καφετζής δεν πάθαινε ηλεκτροπληξία. Και να πώς τέσσερις (4) διάδοχοί σας, κ. Τριβιζά, φαντάστηκαν να τελειώνει η ιστορία σας :


Α’.     «…Σφίγγει τα δόντια. Απλώνει το χέρι και κόβει το καλώδιο. Περιμένει λίγο με ζαρωμένο μέτωπο, κλειστά μάτια, σφιγμένα χείλη και … ναι! τα κατάφερε!
Κάνει να φύγει. Στα δύο βήματα σταματάει. Νιώθει ότι αυτό που μόλις τώρα έκανε, τον στενοχωρεί. Ότι δηλαδή όλο αυτό που πέρασε ήταν μια περιπέτεια, αλλά τώρα που τέλειωσε σαν να μην του αρέσει. Γυρίζει. Πάει κοντά στο μηχάνημα και προσπαθεί να συνδέσει ξανά τα καλώδια. Τα χέρια του τρέμουν. Ξαφνικά ακούγονται βήματα στη σκάλα. Σταματάει απότομα. Δεν κοιτάει τη σκάλα, παρά μόνο τα καλώδια. Λες και δεν τον νοιάζει αν τον πιάσουν.  Τα βήματα γίνονται πιο έντονα. Τώρα σηκώνεται και κρύβεται πίσω από μια κολώνα. Βλέπει το άτομο που ανεβαίνει. Συνειδητοποιεί ότι είναι υπάλληλος των γραφείων. Τον αφήνει να περάσει χωρίς να κουνηθεί. Ο υπάλληλος μπαίνει σ’ ένα απ’ τα γραφεία. Ούτε τώρα σαλεύει. Περιμένει… Τον βλέπει ξανά να βγαίνει. Τώρα κρατάει ένα φάκελο. Κατεβαίνει τις σκάλες…Έφυγε.
Ο Γιάννης με γρήγορη κίνηση βγαίνει απ’ την κρυψώνα του. Σκύβει και προσπαθεί να συνδέσει ξανά τα καλώδια. Τίποτα… Ο ήλιος άρχισε να κρύβεται πίσω απ’ τα βουνά και να χάνεται ώσπου όλα τα γραφεία σκοτείνιασαν. Ο Γιάννης τώρα δε βλέπει τίποτα. Αλλά δεν τον νοιάζει. Προσπαθεί χωρίς σταματημό. Ένας μικρός ήχος ακούγεται. Στην αρχή πανικοβάλλεται, αλλά αργότερα καταλαβαίνει ότι τα καλώδια έχουν συνδεθεί!
Την άλλη μέρα δηλώνει «παρών» στο γραφείο μ’ ένα πλατύ χαμόγελο και μ’ ένα δίσκο καφέδες στο χέρι. Προχωράει στο διάδρομο για τα γραφεία και ξαφνικά σταματάει. Γυρίζει το κεφάλι προς το μηχάνημα και του κλείνει το μάτι.  
                                                               
                                                         By George, the arbute berry boy


B’. … - O πόλεμος δεν τελειώνει τόσο γρήγορα! Ή το μασίνι ή εγώ!, μονολογούσε ο Γιάννης.
Και τώρα το τελευταίο χαρτί του Γιάννη, μια κι έξω: Οπλίζεται με δύναμη και με το ατσάλινο χέρι του βαράει, μπαμ! μπουμ! μπαμ! Και ιδού το θαύμα: νικητής ο Γιάννης!
   - Τώρα πια βασιλιάς είμαι εγώ! Δεν θα άφηνα ένα μηχανηματάκι να με νικήσει. Γιατί εγώ τη δουλειά μου την κάνω χρόνια· μ’ ένα δίσκο στο χέρι κάθε μέρα ανεβοκατεβαίνω τις σκάλες, έλεγε ο Γιάννης. Άκουγε ήδη τις αυριανές πρώτες εκδηλώσεις θαυμασμού, τα πρώτα αυριανά χειροκροτήματα. Καμάρωνε.
     Την άλλη μέρα, το μηχάνημα έλειπε, δεν ήταν πια εκεί. Η γωνιά του ήταν άδεια. Έπεσε πολλή δουλειά στο καφενείο.

                                                                     By Elpi

Γ’.... Ο Γιάννης απλώνει το χέρι του για να κόψει με μια τανάλια τα καλώδια απ’ το μηχάνημα. Ακούει ένα κρατς-κρουτς, κρατς-κρουτς και βλέπει ένα ποντίκι να ροκανίζει τα καλώδια του μηχανήματος. Ξαφνικά…
ζ-ζ-ζ-ζ-ζ-ζ-ζ-ζ-ζ… Το ποντίκι, το καημένο, κάρβουνο. Και ο Γιάννης γλίτωσε το θάνατο με ηλεκτροπληξία. Το «μασίνι» καταστράφηκε. Σαστισμένος κοιτάει για λίγα δευτερόλεπτα ο Γιάννης. Και το βάζει στα πόδια. Μπαμ-μπουμ-μπαμ κατρακυλάει και γκρεμοτσακίζεται στις σκάλες. Την επόμενη μέρα ο Γιάννης εμφανίζεται στη δουλειά του μ’ ένα τεράστιο καρούμπαλο στο κεφάλι. Ωστόσο, χαμογελούσε. Μόνο αυτός ήξερε γιατί…

                                                                By Helen “Katharmataki”

Δ’. …Ο Γιάννης έχει πλέον αποχαυνωθεί με όλα αυτά τα καλώδια. Η τανάλια στα χέρια του άνοιξε μηχανικά πάνω από ένα καλώδιο. Τη στιγμή που πήγαινε για το τελειωτικό κλείσιμο, ακούστηκε ένας ψίθυρος.
- Σε παρακαλώ, μην το κάνεις! ακούστηκε μια φωνούλα που μάλλον ερχόταν απ’ το «μασίνι».
- Ποιος είναι; ρώτησε μηχανικά ο Γιάννης χωρίς να περιμένει απάντηση. Ήταν τόσο αποφασισμένος που ακόμα κι αν τον έπιαναν επ’αυτοφώρω
αυτός θα έκοβε την «καρδιά».
- Εγώ είμαι…, ακούστηκε ξανά η ίδια, φοβισμένη κι αδύναμη φωνή.
  Τώρα ο Γιάννης σταμάτησε ό,τι έκανε και κοντοστάθηκε. Κοίταξε γύρω του φοβισμένος. Ίσως να μην ήταν και η καλύτερη στιγμή, αλλά εκείνη την ώρα ο Γιάννης ξαναβρήκε το χιούμορ του
- Ξέρεις, δε διαφωνώ ότι εσύ είσαι, γιατί και εγώ που σου μιλάω τώρα, εγώ είμαι. Άσε που ξέρω πολλούς που κι αυτοί είναι. Το θέμα είναι ποιος είσαι ;
- Οι άλλοι με φωνάζουν «μασίνι», αλλά το κανονικό μου όνομα είναι «μηχάνημα». Εσένα σε λένε Γιάννη,ε;
- Ελάτε ρε παιδιά! Κόψτε την πλάκα! Εγώ ήρθα εδώ να επισκευάσω το μηχάνημα.
- Δεν είναι αλήθεια!!! Αααψού! Το μηχάνημα άνοιξε το μάτι και από το στόμιο που βγαίνουν τα ποτά, άρχισε να χύνεται καφές με λεμονάδα.
- Όχι, όχι ευχαριστώ! Προτιμώ ροδάκινο με σοκολάτα και κομματάκια φιστικιών Αιγίνης, είπε ο Γιάννης παραξενεμένος.
- Δε φταίω εγώ. Από τότε που άρχισες να με χαλάς, έχω ένα εκνευριστικό συνάχι…Και μάλιστα με διαφορετικό ποτό την κάθε μέρα. Ας πούμε χθες έβγαζα συνέχεια χυμό μπανάνας με μπόλικο λεμόνι. Αλλά άμα θες, μπορώ να σου δώσω  το ποτό που συνήθως προτιμάς!
   Το αγαπημένο δυναμωτικό του Γιάννη, ένα σκέτο γαλατάκι, άρχισε τώρα να χύνεται στο ποτήρι που είχε γρήγορα τοποθετήσει κάτω από την «αστείρευτη πηγή», (όπως επιπλέον αποκαλούσαν το μασίνι οι θαυμαστές του).           
- Ευχαριστώ, το είχα ανάγκη. Μετά από τέτοια συγκίνηση…
- Και κούραση! Μα τι λες τώρα! Ξέρεις πόση ενέργεια ξοδεύει κανείς για να ξηλώσει την πλάτη ενός μηχανήματος;
- Ήθελα να δω, αν όλα βαίνουν καλώς! Απλός έλεγχος, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο! είπε ο Γιάννης, γρήγορα και νευρικά.
- Μάααλιστα…! Και την τανάλια, φαντάζομαι, την έφερες για να με τσεκάρεις καλύτερα…;
- Ε ε ε …ναι…Βέβαια, την έφερα για να ελέγξω την αντοχή των καλωδίων.
- Μάλιστα… Και τώρα εσύ θέλεις, φαντάζομαι, να σε πιστέψω, ε; Νομίζεις ότι δε σε παρακολουθώ τόσον καιρό; Για να σοβαρευτούμε: ξέρω ότι κάνεις τα πάντα για να με βγάλεις «εκτός παιχνιδιού»!!!, είπε θυμωμένα το μηχάνημα.
- Εντάξει, το παραδέχομαι, θέλω να σε καταστρέψω…
- Γιατί ;!;!
- Γιατί τόσον καιρό μου παίρνεις τη δουλειά, τους πελάτες, τους φίλους μου.
- Αααψού!!!
- Γείτσες! Πού είχαμε μείνει; Α, ναι! Και δεν είναι δίκαιο, γιατί εσύ χωρίς καμιά προσπάθεια τα ‘χεις όλα,  ενώ εγώ κάνοντας τα πάντα δεν καταφέρνω τίποτα.
- Απλώς, σεβάσου την ανωτερότητά μου. Ξέρεις, εμείς οι μηχανές τα κάνουμε όλα καλύτερα από τους ανθρώπους.
- Χμμμ… Λάθος κάνεις. Για θυμήσου λίγο, ποιοι σ’ έφτιαξαν;
- Άλλα μηχανήματα, είπε με άνεση το μηχάνημα.
- Ναι, αλλά ποιοι σε σχεδίασαν;
- Άνθρω… ψέλλισε το μασίνι και μετά βουβάθηκε.
- Αχά! Άρα, ό,τι έχεις και δεν έχεις το χρωστάς στους ανθρώπους!
  Καμιά απάντηση το μηχάνημα.
- Αλλά δε φταις εσύ! Εμείς φταίμε που σε βάλαμε στη ζωή μας!
- Αααψού!
- Ξέρεις κάτι; Εγώ φεύγω! Φεύγω από την πόλη και τις μηχανές της. Θα πάω στο χωριό μου, στα μικρότερα αδέλφια μου. Στο χωριό που όλοι, ο ξάδελφος του αδελφού του μπατζανάκη του ξαδέλφου της Μαρίας της ξαδέλφης μου, ο αδελφός του μπατζανάκη του ξαδέλφου της Μαρίας της ξαδέλφης μου, ο μπατζανάκης του ξαδέλφου της Μαρίας της ξαδέλφης μου, ο ξάδελφος της Μαρίας της ξαδέλφης μου κι η Μαρία η ξαδέλφη μου είμαστε όλοι μια παρέα. Θα πάω να βρω ανθρώπους!
  
   Κι έτσι έγινε. Ο Γιάννης έφυγε από την πόλη και πήγε στο χωριό. Εκεί όλοι τον υποδέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες. Ειδικά ο ξάδελφος του αδελφού του μπατζανάκη… - καλά, καλά δεν θα τους πω ξανά όλους, μη σας κουράζω – αυτός να δείτε αγκαλιές, φιλιά, χαρές!
   Το μηχάνημα έμεινε στο γραφείο που κάποτε σέρβιρε ο Γιάννης. Στην αρχή όλοι αναγκαστικά απ’ αυτό έπαιρναν τα ροφήματα και τα αναψυκτικά τους. Όμως όλοι νοσταλγούσαν το Γιάννη και το χαμόγελό του, τον «σπιτικό» καφέ του. Αδιαφόρησαν για το «μασίνι», κανείς δεν φρόντισε τη συντήρησή του· έτσι χάλασε, δεν άργησε να «πάρει πόδι».
Ο Γιάννης είχε νικήσει.

                                                                       By ZetOni

 Ε’.…Και ενώ βρισκόταν σε μεγάλο προβληματισμό, άκουσε βήματα κοντά του. Γύρισε το κεφάλι του διστακτικά και έκπληκτος είδε τον διευθυντή του γραφείου να τον ρωτάει με απορία:
-          Τι κάνεις εδώ κυρ-Γιάννη τέτοια ώρα;
-          Μααααα… ψέλλισε  ο Γιάννης. Ε…να! Ήθελα να φτιάξω ένα
freddocino caramel και το μασίνι κόλλησε! Και είπα να το επισκευάσω!
-          Μπα, freddocino; Πώς κι έτσι κύριε Γιάννη μας;
-          Ε,ε,ε,… Είπα να δοκιμάσω κάτι μοντέρνο, να εκσυγχρονιστώ λίγο κι
εγώ!
-          Ναι, ε; Και μη μου πεις ότι αντί για freddocino σου έβγαζε Nescafe;
-          Ε, ναι, ναι! Αυτό ακριβώς έγινε και πήρα την πρωτοβουλία να το
εξολοθρεύσω, ε… να το επιδιορθώσω, εννοώ!
-          Α, μπράβο! Τελείωσες;
-          Όχι, ακόμα, θ’ αργήσω λίγο…
-          Το κοπιδάκι, όμως, τι το θες; Να κόψεις τα καλώδια;
-          Ο…ο…όχι, καλέ! Πώς σας πέρασε απ’ το μυαλό; Μπερδεύτηκα
μέσα στα τόσα εργαλεία και…
     - Α, καλά! Συνέχισε τη δουλειά σου.
     Πέρασε μια ώρα, δυο ώρες, τρεις ώρες και ο Γιάννης ακόμη. Ξαναπέρασε ο διευθυντής και του είπε:
-          Γιάννη, ποιον πας να ξεγελάσεις; Ή τα κέρματα γυρεύεις ή να κόψεις θέλεις τα καλώδια!
-          Τι λέτε, καλέ! Δεν φτάνει που σας το φτιάχνω! Με κατηγορείτε κι
 από πάνω! Άντε από κει που θα κάθομαι να με προσβάλλετε!

     Ήταν η τελευταία του κουβέντα… Παράτησε τα γραφεία και πήγε κι άνοιξε μια καφετέρια δίπλα από την εταιρεία. Έτσι κανείς δεν ξέχασε το χαμόγελό του.

                                                                           By Catherine Cross