Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

Παραμύθι από τα ξένα

  • Ο ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΡΟ - Ένα παραμύθι από τη Νιγηρία
   Μια φορά κι έναν καιρό, τα πολύ παλιά χρόνια, τότε που όλα στον κόσμο ήταν αλλιώτικα, ήλιος και νερό ζούσαν και τα δυο πάνω στη γη κι ήτανε φίλοι αγαπημένοι.
   Ο ήλιος έμενε με τη γυναίκα του τη σελήνη. Το νερό ζούσε με τη γυναίκα του τη θάλασσα και το συγγενολόι της, τα κύματα και τα ψάρια. Συχνά πυκνά πήγαινε ο ήλιος να δει τι γίνεται ο φίλος του το νερό. Μα το νερό ποτέ δεν πήγαινε στο σπίτι του ήλιου.
   - Γιατί, στ' αλήθεια, δεν κοπιάζεις και σύ καμιά φορά στο σπιτικό μου; ρώτησε ο ήλιος μια μέρα.
   - Α, δε γίνεται, αποκρίθηκε το νερό. Εγώ μονάχος μου πουθενά δεν πηγαίνω. Αν ερχόμουν, θα 'πρεπε να πάρω μαζί μου και τους συγγενείς μου.
   - Άκου λόγος! πειράχτηκε ο ήλιος. Και βέβαια να τους πάρεις. Χαρά μεγάλη θα 'ναι για μένα και τη γυναίκα μου να σας φιλέψουμε όλους.
   - Ούτε αυτό γίνεται, κούνησε το κεφάλι λυπημένα το νερό. Είμαστε τόσοι πολλοί, που δε θα χωρέσουμε. Έτσι και κάνουμε πως ερχόμαστε, η γυναίκα σου και συ άλλο δε θα 'χετε παρά να φύγετε από το σπίτι.
   - Και γι' αυτό στεναχωριέσαι; γέλασε ο ήλιος. Θα χτίσω τότε ένα σπίτι πολύ μεγάλο. Θα χτίσω αμέσως ένα παλάτι. Από χρυσάφι, άλλο καλό. Έχω μπόλικο.
   - Χτίσε μια και το θέλεις, μα να το ξέρεις: Θεόρατο πρέπει να 'ναι για να χωρέσουμε.
   - Έννοια σου, έννοια σου! γέλασε πάλι ο ήλιος κι έφυγε βιαστικά.
   Γύρισε πίσω, έκανε λόγο της κυράς του της σελήνης για το μεγάλο σπίτι και κείνη συμφώνησε. Έβαλε τότε κι ο ήλιος όλο του το χρυσάφι και σε λίγο καιρό ένα πελώριο ονειρεμένο παλάτι - το καινούριο τους σπιτικό - ήταν έτοιμο να δεχτεί το νερό και τους συγγενείς του.
   - Είσαι σίγουρος πως είναι αρκετά μεγάλο; ρώτησε δύσπιστα το νερό, σαν πήγε ο ήλιος να το προσκαλέσει. Είσαι σίγουρος πως θα χωρέσουμε όλοι;
   - Και βέβαια είναι μεγάλο, αποκρίθηκε ο ήλιος καμαρωτά, και βέβαια θα χωρέσετε όλοι.
   Ξεκίνησε, λοιπόν το νερό με τη γυναίκα του και το συγγενολόι, έφτασε μπροστά στο τρανό παλάτι και πριν μπει ρώτησε πάλι τον ήλιο:
   - Είσαι σίγουρος πως είναι αρκετά μεγάλο; Είσαι σίγουρος πως θα χωρέσουμε όλοι; 
   - Και βέβαια είναι μεγάλο, αποκρίθηκε κείνος περήφανα. Και βέβαια θα χωρέσετε.
   - Κι αν μας πέσει μικρό και σου κάνουμε καμιά ζημιά; Αν στο τέλος δεν έχετε ούτε πού να σταθείτε του λόγου σου και η κυρά - σελήνη;
   - Έμπα και μη σε νοιάζει, ξανάπε ο ήλιος, που τον είχε πιάσει το φιλότιμο. Το παλάτι σου το 'χτισα για το χατήρι σου.
   Τι να κάνει και το νερό, μπήκε στο παλάτι και μεμιάς πλημμύρισε το υπόγειο κι όλο το πρώτο πάτωμα.
   Τρομαγμένος τότε ο ήλιος, άρπαξε τη σελήνη κι ανέβηκαν βιαστικά στο παραπάνω, για να μη μουσκέψουν.
   - Είσαι σίγουρος πως θα χωρέσουμε όλοι; φώναξε πίσω του άλλη μια φορά το νερό.
   - Και βέβαια θα χωρέσετε, αποκρίθηκε ο ήλιος που δεν έλεγε να το βάλει κάτω. 
   Προχώρησε τότε το νερό περισσότερο, για να μπουν πίσω του και οι άλλοι. Και σε λίγο, ολάκερο το παλάτι πλημμύρισε ως απάνω. Ζημιά μεγάλη έπαθε του ήλιου το σπιτικό. Τίποτε δεν έμεινε όρθιο. Και   το νερό κόντευε ν' αγγίξει τη στέγη. Εκεί στη στέγη, βρισκόταν τώρα σκαρφαλωμένος ο νοικοκύρης με τη γυναίκα του. 
   - Είσαι σίγουρος ακόμα πως μας θέλεις; του φώναξε από κάτω, για τελυταία φορά το νερό.
   Κι ο ήλιος, για να μη ρεζιλευτεί, όχι δεν είπε πάλι.
   - Είμαι σίγουρος, αποκρίθηκε.
   Έτσι το νερό προχώρησε κι άλλο, έπειτα κι άλλο και σιγά σιγά σκέπασε και τη στέγη. Ο ήλιος τότε - τι να κάνει; - πήρε τη γυναίκα του κι ανέβηκε στον ουρανό, για να μην πνιγεί.
   Έτσι έγινε κι έφυγαν από τη γη ο ήλιος και σελήνη. Έτσι έγινε και ρήμαξε το τρανό τους το παλάτι. Κι από τότε, δίχως σπίτι, τριγυρίζουνε κι οι δυο  στον ουρανό.