Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

"...Ένα πράμα; Ένα πράμα που να μ' αρέσει;..."




..."Εσένα ό,τι και να γίνεται δε σ' αρέσει".
   Άμα το 'πε αυτό μ' 'επιασε πιο πολύ η ψυχή μου.
   "Άκου εκεί δε μ' αρέσει! Και βέβαια μ' αρέσει. Και βέβαια. Μην το λες αυτό. Πώς διάολο σου 'ρθε;"
   "Αφού δε σ' αρέσει. Κανένα σχολείο δε σ' αρέσει. Είναι ένα εκατομμύριο πράματα που δε σ' αρέσουνε. Τίποτα δε σ' αρέσει".
   "Και βέβαια μ' αρέσει. Πέφτεις πολύ έξω - ακριβώς εδώ πέφτεις έξω! Πώς διάολο σου 'ρθε;" της λέω. Μάγκα μου ήταν σκέτη θλίψη.
   "Γιατί εσένα τίποτα δε σ' αρέσει", μου λέει. "Πες μου έστω ένα πράμα."
   "Ένα πράμα; Ένα πράμα που να μ' αρέσει;" της λέω. "Καλά".
   Το κακό ήτανε όμως που δε μπορούσα να συγκεντρωθώ πολύ. Μερικές φορές είναι πολύ δύσκολο να συγκεντρωθείς.
   "Θες να πεις, ένα πράμα που να μ' αρέσει πολύ;" της λέω.
   Δε μ' απάντησε όμως. Ήτανε ξαπλωμένη λοξά, στου διαόλου τη μάνα, στην άλλη άκρη του κρεβατιού. Κάπου χίλια μίλια πέρα. "Γιατί δε μου απαντάς;" της ξαναλέω. "Ένα πράμα που να μ' αρέσει πολύ, ή ένα πράμα που να μ' αρέσει σκέτα;"
   "Που να σ' αρέσει πολύ".
   "Εντάξει", της λέω. Όμως το κακό ήτανε που δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ...
   ..."Ούτε ένα πράμα δε μπορείς να σκεφτείς".
   "Μα ναι, μπορώ. Μπορώ".
   "Άντε λιοπόν, σκέψου".
   "Μ' αρέσει ο Άλι", της λέω. "Και μ' αρέσει να κάνω αυτό που κάνω τώρα. Να κάθομαι δωπέρα μαζί σου και να μιλάμε, και να σκέφτομαι διάφορα και -"
   "Ο Άλι είναι πεθαμένος. Πάντα το ίδιο λες. Όταν κανένας είναι πεθαμένος και λοιπά, και στον ουρανό, δεν είναι στ' αλήθεια -"
   "Το ξέρω πως είναι πεθαμένος. Λες να μην το ξέρω; Όμως και πάλι μπορεί να μ' αρέσει. Επειδή να πούμε, κάποιος είναι πεθαμένος, πρέπει να πάψει να σ' αρέσει, για το Θεό - ιδίως άμα ήτανε κάπου χίλιες φορές καλύτερος απ' τους ανθρώπους που ξέρεις, και που είναι ζωντανοί και τα ρέστα;"
   Το Φοιβάκι δεν είπε τίποτα. Άμα δε μπορεί να σκεφτεί να πει κάτι, δε λέει ούτε λέξη, ο διάολος.
   "Τέλος πάντων, μ' αρέσει τώρα", της λέω. "Θέλω να πω, έτσι τώρα δα. Να κάθομαι μαζί σου και να σαχλαμαρίζουμε και να κάνουμε -"
   "Μα αυτό δεν είναι τίποτα πραγματικό-"
   "Πώς δεν είναι πραγματικό! Και βέβαια είναι! Και γιατί να μην είναι διάολε; Οι άλλοι ποτέ δε νομίζουνε πως κάτι είναι πραγματικό! Διάολε, μου γυρνάνε τ' άντερο!"
   "Πάψε να βρίζεις. Καλά πες τίποτ' άλλο. Πες κάτι που θα σ' άρεσε να είσαι. Ας πούμε φυσικός. Ή δικηγόρος. Ή κάτι."
   "Εγώ δε μπορώ να γίνω φυσικός. Είμαι αδύνατος στη φυσική."
   "Καλά, τότε δικηγόρος - σαν το μπαμπά, ας πούμε".
   "Καλοί είναι οι δικηγόροι, δε λέω - αλλά δε μου πάει", της κάνω. "Θέλω να πω, οι δικηγόροι είναι εντάξει άμα τρέχουνε και γλιτώνουνε τις ζωές των αθώων όλη την ώρα, και τέτοια, αλλά αυτά δεν τα κάνεις άμα είσαι δικηγόρος. Το μόνο που κάνεις είναι να βγάζεις ένα κάρο λεφτά, και να παίζεις γκολφ, και να παίζεις μπριτζ, και ν' αγοράζεις αυτοκίνητα, και να πίνεις μαρτίνι, και να κάνεις τον καμπόσο. Κι έπειτα, ακόμα και να 'τρεχες να γλίτωνες τους άλλους και τα ρέστα, πώς θα 'ξερες  ότι το κάνεις επειδή θέλεις στ' αλήθεια να τους σώσεις τη ζωή, ή το κάνεις επειδή στην πραγματικότητα αυτό που θέλεις, είναι να γίνεις τρομερός δικηγόρος, κι όλοι να σε χτυπάνε στην πλάτη και να σου δίνουνε συγχαρητήρια στο δικαστήριο, άμα τελειώνει η κωλοδίκη, οι δημοσιογράφοι και τα ρέστα να πούμε, έτσι όπως γίνεται στο κωλοσινεμά; Πώς το ξέρεις ότι δεν είσαι κάλπης; Το πρόβλημα είναι πως δε θα το ξέρεις".
   Δεν είμαι και πολύ σίγουρος πως το Φοιβάκι καταλάβαινε τι διάολο της έλεγα. Θέλω να πω, στο κάτω κάτω είναι μονάχα πιτσιρίκι, να πούμε. Αλλά τουλάχιστον μ' άκουγε. Έστω και να σ' ακούει κάποιος, δεν είναι και τόσο άσκημα.
   "Ο μπαμπάς θα σε σκοτώσει. Θα σε σκοτώσει", μου λέει.
   Δεν την άκουγα όμως. Σκεφτόμουνα κάτι άλλο - κάτι τρελό. "Ξέρεις τι θα 'θελα να 'μαι; Θέλω να πω, αν μπορούσα να διαλέξω μόνος μου, διάολε;"
   "Τι; Μη βρίζεις".
   "Ξέρεις εκείνο το τραγούδι που λέει, <Όταν πιάνεις κάποιον που 'ρχεται μεσ' από τη σίκαλη;> Θα 'θελα-"
   "Δε λέει έτσι. Λέει <Όταν ανταμώνεις κάποιον που 'ρχεται μεσ' απ' τη σίκαλη>", μου κάνει το Φοιβάκι.
   "Είναι ποίημα. Του Ρόμπερτ Μπερνς".
   "Το ξέρω πως είναι ποίημα του Ρόμπερτ Μπερνς".
   Πάντως είχε δίκιο. Έτσι λέει: "Όταν ανταμώνεις κάποιον που 'ρχεται μεσ' απ' τη σίκαλη". Δεν το 'ξερα όμως τότε.
   "Νόμιζα πως ήτανε: <Όταν πιάνεις κάποιον>", της λέω. "Τέλος πάντων, να, φαντάζομαι όλα εκείνα τα πιτσιρίκια να παίζουνε ένα παιχνίδι σ' ένα μεγάλο σικαλοχώραφο και τα ρέστα. Χιλιάδες πιτσιρίκια, και δεν είναι κανένας εκεί - θέλω να πω, κανένας μεγάλος - εκτός από μένα. Και γω στέκομαι φύλακας, στο χείλος ενός τρελογκρεμού. Αυτό που πρέπει να κάνω, είναι να τα πιάνω άμα κάνουνε να πέσουνε στο γκρεμό - θέλω να πω, άμα τρέχουνε και δε βλέπουνε πού πάνε, πρέπει να πετάγομαι από κάπου και να τα πιάνω. Αυτό θα κάνω όλη μέρα. Θα 'μαι μονάχα ο φύλακας στη σίκαλη, να πιάνω τα παιδάκια και τα ρέστα. Το ξέρω πως είναι παλαβωμάρα, αλλά είναι το μόνο πράμα που θα 'θελα να 'μαι στ' αλήθεια. Το ξέρω πως είναι παλαβωμάρα".
   Το Φοιβάκι δεν είπε τίποτα για κάμποση ώρα. Μετά, όταν είπε κάτι, το μόνο που είπε ήτανε, "Ο μπαμπάς θα σε σκοτώσει".
   "Καρφάκι δε μου καίγεται κι αν με σκοτώσει", της λέω. Τότε σηκώθηκα απ' το κρεβάτι, γιατί αυτό που ήθελα να κάνω, ήτανε να τηλεφωνήσω σε κείνο τον τύπο που ήτανε δάσκαλός μου στ' αγγλικά στο Έλκτον Χιλς, τον κύριο Αντολίνι...      
   
(Από τον "Φύλακα στη σίκαλη" ("The Catcher in the Rye") το σπουδαίο βιβλίο του αμερικανού συγγραφέα Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ που πέθανε στις αρχές του 2010. Από τις εκδόσεις "Επίκουρος", στην επίσης σπουδαία μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη)