Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Ένα παραμύθι για αυτό που φαίνεται και αυτό που είναι. Για τους ανθρώπους που περισσότερο ζουν με την φορεσιά του ρόλου τους (από τον δάσκαλο μέχρι τον πρωθυπουργό, από τον φαντάρο μέχρι το στρατηγό, από το γιατρό μέχρι τον σταρ ή την σταρ της τηλεόρασης, από τον πρωταθλητή μέχρι τον βασιλιά), παρά με την αλήθεια τους. Η αξία της φορεσιάς είναι ίδια με την αξία της ύπαρξής τους; Το πολύτιμο ρούχο μήπως κρύβει κάποιον που είναι πραγματικά ασήμαντος;




·        Τα καινούρια  ρούχα του Αυτοκράτορα

   Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια χώρα μακρινή, ζούσε ένας αυτοκράτορας τόσο φιλάρεσκος, που το μόνο που σκεφτόταν ήταν τα ρούχα. Άλλαζε το ντύσιμο κάθε μια ώρα κι είχε ειδική φορεσιά για κάθε περίσταση: μια για να υποδέχεται τους ξένους πρεσβευτές, μια για τη σύσκεψη με τον πρωθυπουργό του, μια άλλη για να επιθεωρεί το στράτευμα κι άλλη για να πηγαίνει στο θέατρο.
   Οι ράφτες της χώρας δούλευαν νύχτα μέρα χωρίς σταματημό, ράβοντάς του τα καλύτερα υφάσματα. Κι όμως. Ο αυτοκράτορας ένιωθε πάντα πως τα ρούχα του δεν ήταν αρκετά κι όλο μπαινόβγαιναν στο παλάτι έμποροι και ραφτάδες από τα πέρατα της γης.
   Μια μέρα παρουσιάστηκαν στον αυτοκράτορα δυο κατεργάρηδες και του είπαν πως ήταν υφαντές τόσο σπουδαίοι που τα λεπτά κι αιθέρια υφάσματά τους δεν είχαν το ταίρι τους στον κόσμο.
-          Κι όχι μόνο αυτό, Μεγαλειότατε, είπε ο ένας από τους δυο. Το ύφασμα που φτιάχνουμε εμείς έχει τη μαγική ιδιότητα να μένει αόρατο για όσους δεν είναι αντάξιοι του αξιώματός τους, καθώς και για όσους είναι τελείως βλάκες.
-          Τι αξιοπρόσεχτη ιδιότητα! αναφώνησε έκπληκτος ο αυτοκράτορας. Με μια φορεσιά από τέτοιο ύφασμα θα ήμουν σε θέση να ανακαλύψω ποιοι από τους αυλικούς μου δεν είναι άξιοι της θέσεώς τους και να ξεχωρίσω τους έξυπνους υπηκόους μου από τοςυ κουτούς. Θέλω να μου φτιάξετε αμέσως μια στολή από αυτό το ύφασμα.
-          Τίποτα δε θα μας έδινε μεγαλύτερη ευχαρίστηση, από το να εργαστούμε για σας, είπαν οι απατεώνες. Ξέρετε, όμως, θα χρειαστούμε ειδικές κλωστές και πολλές κουβαρίστρες κι ακόμα να στήσουμε δυο αργαλειούς.
-          Πολύ λογικές απαιτήσεις, αν σκεφτεί κανείς τι καταπληκτικό ύφασμα θα μου φτιάξετε, είπε ο αυτοκράτορας κι έστειλε τον πρωθυπουργό του να φωνάξει το θησαυροφύλακα του παλατιού.
   Ο πρωθυπουργός δεν είδε με καλό μάτι όλα τούτα τα καμώματα, μα όταν άκουσε τις ιδιότητες του υφάσματος, υποχώρησε κι έστειλε να φωνάξουν το θησαυροφύλακα. Όταν ήρθε, ο αυτοκράτορας τον διέταξε να δώσει στους υφαντές τρία πουγκιά χρυσάφι.
   Την επόμενη μέρα, εργάτες άρχισαν να στήνουν τους αργαλειούς σε μια αίθουσα, που τους παραχωρήθηκε ειδικά γι’ αυτό το σκοπό, στο ισόγειο του παλατιού. Κι ενώ οι εργάτες δούλευαν, οι δυο κατεργάρηδες στρώθηκαν στο φαγοπότι για μέρες και μέρες. Κάθε φορά όμως που άκουγαν τον αυτοκράτορα να πλησιάζει, έπαιρναν ύφος στεναχωρημένο κι έλεγαν:
-          Κάνετε κάτι, Μεγαλειότατε, για να στηθούν μια ώρα αρχύτερα οι αργαλειοί… Ανυπομονούμε να ξεκινήσουμε να υφαίνουμε.
   Κάποια στιγμή το στήσιμο των αργαλειών τέλειωσε. Τότε οι ψευτο-υφαντές παραπονέθηκαν πως δεν είχαν ακόμα λάβει τις ειδικές κλωστές και πως μάλλον θα χρειαζόταν να στείλουν στον προμηθευτή τους κι άλλα τρία πουγκιά χρυσάφι.
   Φώναξαν πάλι το θησαυροφύλακα κι αυτός απόρησε πώς ήταν δυνατόν να χρειάζεται τόσο πολύ χρυσάφι για μερικές κουβαρίστρες. Μερικές μέρες αργότερα, οι δυο κατεργάρηδες ειδοποίησαν πως οι κλωστές ήρθαν. Παρ’ όλο που κανένας στο παλάτι δεν είδε να φέρνουν τίποτα απολύτως, ούτε ένας δεν αμφέβαλε για τα λόγια τους, μια που οι αργαλειοί άρχισαν αμέσως να δουλεύουν και συνέχισαν όλη νύχτα.
   Πέρασαν λίγες μέρες κι ο αυτοκράτορας δεν κρατιόταν πια. Ήθελε να δει τι γίνεται με τους υφαντές. Θυμήθηκε όμως τις ιδιότητες του υφάσματος κι έχοντας κατά νου πως όλοι στην πόλη ήξεραν πια για τις μαγικές του ιδιότητες αποφάσισε να μη διακινδυνεύσει ο ίδιος. Θεώρησε φρονιμότερο να στείλει στη θέση του τον πρωθυπουργό.
-          Μόνο εσύ μπορείς να κρίνεις την ιδιότητα του υφάσματος, είπε. Γιατί και έξυπνος είσαι, αλλά και κανείς στο παλάτι δεν ικανότερος από σένα.
   Έτσι, ο πιστός αυλικός κατέβηκε στο δωμάτιο όπου οι αργαλειοί δούλευαν ασταμάτητα, αλλά χωρίς στημόνι κι υφάδι και δίχως να υφάνουν έστω και μια κλωστή.
   Οι δυο απατεώνες ζήτησαν από τον πρωθυπουργό να τους δώσει τη γνώμη τους για το καταπληκτικό τους ύφασμα.
   Το αγαθό ανθρωπάκι φόρεσε τα γυαλιά του και παρ’ όλο που τέντωσε τα μάτια του όσο πιο πολύ γινόταν, δεν είδε τίποτα.
   «Λες να μην άξιος της θέσης μου;» αναρωτήθηκε ανήσυχος. Αποφάσισε όμως να μην δείξει πως δεν έβλεπε το ύφασμα.
-          Θα πληροφορήσω τον αυτοκράτορα ότι η εργασία σας είναι πολύ ικανοποιητική, είπε.
   Γυρίζοντας στα αυτοκρατορικά διαμερισματα αναρωτιόταν με ποιον τρόπο θα μπορούσε να περιγράψει στη Μεγαλειότητά του κάτι που δεν είχε δει.
   Μια μέρα, ο αυτοκράτορας, που τον έτρωγε η περιέργεια, δεν άντεξε πια να περιμένει και τριγυρισμένος από αυλικούς και ακολούθους πήγε να δει τους υφαντές.
   «Λες να μην είμαι άξιος της αυτοκρατορίας μου; - αναρωτήθηκε μπαίνοντας στο δωμάτιο. Δε βλέπω τίποτα πάνω στους αργαλειούς». Αλλά σε καμιά περίπτωση δεν έπρεπε να το παραδεχτεί.
   Για ώρα πολλή έμεινε απορροφημένος, λες και ο θαυμασμός που ένιωσε για το ύφασμα που δεν έβλεπε, να ήταν τόσο μεγάλος, που του είχε κόψει τη μιλιά.
-          Η εργασία σας αξίζει τη μεγαλύτερη επιδοκιμασία μας, δήλωσε τελικά ξερπβήχοντας.
-          Η Μεγαλειότητά σας πρέπει να επιλέξει μια ξεχωριστή περίσταση για να φορέσει ρούχο φτιαγμένο από τέτοιο ύφασμα, είπε ο πρωθυπουργός. Αν μου επιτρέπετε, νομίζω πως θα ήταν το πιο ταιριαστό στην παρέλαση, για την επέτειο της στέψης σας.
   Την παραμονή της παρέλασης οι ψευτο-υφαντές δούλεψαν νυχτέρι. Όλοι οι κάτοικοι της πόλης μπορούσαν να το βεβαιώσουν γιατί από το παράθυρο του δωματίου οι υφαντές φαίνονταν να δουλεύουν όλη νύχτα χωρίς σταματημό, για να ετοιμάσουν τη φορεσιά. Υποκρίθηκαν πως πήραν το ύφασμα από τους πολλούς αργαλειούς και για πολλές ώρες έκοβαν στον αέρα με μεγάλα ψαλίδια κι έραβαν με βελόνες χωρίς κλωστή. Ώσπου λίγο πριν την ανατολή ανήγγειλαν:
-          Τα καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα είναι έτοιμα για τη Μεγαλειότητά του.
   Ο αυτοκράτορας μπήκε στο δωμάτιο, τριγυρισμένος από τους αυλικούς του. Οι δυο απατεώνες σήκωσαν τα χέρια τους σαν να κρατούσαν κάτι.
-          Κοιτάξτε παντελόνι! Κοιτάξτε ρεντιγκότα! Κοιτάξτε γιλέκο! αναφώνησαν, σαν ράφτες πολύ ικανοποιημένοι από τη δουλειά τους. Ο ένας από τους δυο απευθύνθηκε στον αυτοκράτορα και τον βεβαίωσε:
-          Το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα αυτά τα ρούχα είναι τόσο λεπτό, ώστε όταν το φοράτε, θα νιώθετε σαν να μη φοράτε τίποτα.
-          Θα καταδεχόσαστε να γδυθείτε, πρόσθεσε ο άλλος, για να έχουμε την τιμή να βοηθήσουμε τη Μεγαλειότητά σας να δοκιμάσει την καινούρια φορεσιά;
   Ο αυτοκράτορας έβγαλε τα ρούχα που φορούσε κι οι δυο κατεργάρηδες άρχισαν να τον ντύνουν, κομμάτι κομμάτι, με τη φορεσιά που κανένας δεν έβλεπε. Όταν οι αυλικοί υπέθεσαν πως ο αυτοκράτοράς τους είχε πια φορέσει τα καινούρια ρούχα, άρχισαν να τα παινεύουν τόσο, ώστε κανένας δεν αμφέβαλλε πως τα έβλεπαν πραγματικά.
   Στο μεταξύ, ο αυτοκράτορας κοιτάχτηκε καλά καλά – πρώτα από τη μια πλευρά, μετά από την άλλη – σε έναν καθρέφτη που κρατούσαν μπροστά του οι δυο απατεώνες.
-          Μου πάει καταπληκτικά αυτό το ρούχο, δεν είναι έτσι; Ρώτησε έτοιμος να ξεκινήσει επικεφαλής της ομάδας.
   Σταμάτησε για μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη, για να πείσει τους αυλικούς του πως μπορούσε να βλέπει ολοκάθαρα την καινούρια φορεσιά και θαύμαζε την εξαιρετική της λεπτότητα.
   Ο αυτοκράτορας άρχισε να κατεβαίνει μεγαλόπρεπα τα σκαλιά. Οι θαλαμηπόλοι, που είχαν οριστεί να κρατήσουν την ουρά του μανδύα του, υποκλίθηκαν ως το πάτωμα κι όταν σηκώθηκαν, έκαναν πως κρατούσαν την άκρη του μανδύα, για να μην καταλάβει ο κόσμος πως δεν έβλεπαν τίποτα.
   Η παρέλαση άρχισε κι όλοι οι κάτοικοι της πόλης που την παρακολουθούσαν φώναζαν:
-          Τι υπέρκομψα ρούχα που φοράει ο αυτοκράτοράς μας. Και πόσο του πάνε!
-          Μα αφού ο αυτοκράτορας δε φοράει τίποτα, φώναξε ξαφνικά ένα παιδί. Ένα μουρμουρητό απλώθηκε ανάμεσα στους κατοίκους που παρακολουθούσαν την παρέλαση, ένα μουρμουρητό που λίγο λίγο έγινε φωνές δυνατές.
-          Ο αυτοκράτορας είναι γυμνός!...γυμνός! αντηχούσε όλη η πόλη.
   Ο αυτοκράτορας ταράχτηκε. Κατάλαβε πως εκείνοι οι δυο παλιάνθρωποι τον είχαν κοροϊδέψει, μα δεν μπορούσε πια να κάνει τίποτα. Μέσα στην απελπισία του, αποφάσισε πως μια και είχε γελοιοποιηθεί, δε γινόταν να γυρίσει πίσω.
   Συνέχισε την παρέλαση στητός, με το κεφάλι ψηλά, ενώ οι θαλαμηπόλοι του ακολουθούσαν με ύφος σοβαρό κι επίσημο σαν να κρατούσαν πραγματικά την ουρά του αυτοκρατορικού μανδύα.

Το παραμύθι είναι, όπως θα ξέρετε οι περισσότεροι, του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Εδώ το ανάρτησα  σε διασκευή Ι. Σάντσεθ, απόδοση στα ελληνικά Ειρήνης Μάρρα (εκδόσεις "Κέδρος", 1997)