· «Το άγνωστο αεροπλάνο»
Μια ιστορία του Τζάννι Ροντάρι
- Διοικητά, ένα άγνωστο αεροπλάνο ζητάει να προσγειωθεί.
- Ένα άγνωστο αεροπλάνο; Και πώς έφτασε ίσαμε εδώ;
- Δεν ξέρω, διοικητά. Εμείς δε λάβαμε κανένα σήμα. Ο πιλότος λέει πως του τελειώνουν τα καύσιμα και πως θα προσγειωθεί είτε του το επιτρέπουμε είτε όχι. Περίεργος τύπος, διοικητά.
- Περίεργος;
- Λίγο παλαβός. Πριν από λίγο τον άκουγα να μουρμουράει στο ασύρματο : «Έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν μπορεί να με σταματήσει…»
- Ας τον αφήσουμε να κατέβει για να μην έχουμε κανένα πρόβλημα.
Το σκάφος προσγειώθηκε στο μικρό αεροδρόμιο, στην περιφέρεια της πρωτεύουσας, στις 23.27 ακριβώς. Τριάντα τρία λεπτά πριν από τα μεσάνυχτα. Κι όχι οποιαδήποτε μεσάνυχτα αλλά τα πιο σημαντικά της χρονιάς. Ήταν το βράδυ της 31ης Δεκεμβρίου και σε όλη τη χώρα εκατομμύρια άνθρωποι ξενυχτούσαν περιμένοντας την αλλαγή του χρόνου.
Ο άγνωστος αεροπόρος πήδηξε σβέλτα στη γη κι άρχισε αμέσως να δίνει διαταγές:
- Ξεφορτώστε τα μπαούλα μου. Προσέξτε, είναι δώδεκα. Θα χρειαστούν τρία ταξί για τη μεταφορά τους. Μπορεί κάποιος να κάνει ένα τηλεφώνημα;
- Ίσως ναι, ίσως όχι, απάντησε απλά ο διοικητής του αεροδρομίου. Πρέπει πρώτα να διευκρινίσουμε ορισμένα πραγματάκια, δε νομίζετε;
- Δε βλέπω το λόγο, είπε χαμογελαστά ο αεροπόρος.
- Εγώ όμως τον βλέπω, απάντησε ο διοικητής. Σας παρακαλώ, λοιπόν, να μου δώσετε τα χαρτιά σας και τα λεπτά του αεροπλάνου.
- Λυπάμαι, αλλά αυτό δε γίνεται.
Ο τόνος της φωνής του ήταν τόσο αποφασιστικός, που ο διοικητής λίγο έλειψε να χάσει την ψυχραιμία του.
- Όπως νομίζετε, είπε μετά από λίγο, όμως σας παρακαλώ να με ακολουθήσετε.
Ο αεροπόρος έκανε μια ελαφρά υπόκλιση, μια κίνηση που ο διοικητής τη βρήκε υπερβολική. «Μα καλά, με κοροϊδεύει;» σκέφτηκε. «Α, όλα κι όλα, από το αεροδρόμιό μου, πάντως, δεν πρόκειται να φύγει μ’ αυτό το είδος του άρχοντα».
- Ξέρετε, είπε στο μεταξύ ο μυστηριώδης ταξιδιώτης, με περιμένουν. Με περιμένουν, και μάλιστα με τρελή ανυπομονησία.
- Για τη γιορτή της παραμονής υποθέτω;
- Ακριβώς, αγαπητέ διοικητά.
- Εγώ, αντίθετα, όπως βλέπετε, είμαι σε υπηρεσία και θα περάσω τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς στο αεροδρόμιο. Αν συνεχίσετε να μη θέλετε να μου δείξετε τα χαρτιά σας, θα μου κρατήσετε συντροφιά.
Ο άγνωστος (που στο μεταξύ είχαν μπει μαζί σε ένα μικρό γραφείο) βολεύτηκε σε μια πολυθρόνα, άναψε την πίπα του κι άρχισε να ρίχνει γύρω του περίεργες ματιές, σαν να διασκέδαζε.
- Τα χαρτιά μου; Μα τα έχετε ήδη, διοικητά.
- Μπα; Μου τα βάλατε στην τσέπη με κάποιο ταχυδακτυλουργικό κόλπο; Και τώρα θα βγει από τη μύτη μου ένα αυγό και από το αυτί μου ένα ρολόι;
Ο άγνωστος δεν απάντησε, μόνο έδειξε το ημερολόγιο του νέου έτους, που κρεμόταν στον τοίχο πίσω από το γραφείο, ανοιχτό στην πρώτη σελίδα.
- Να τα χαρτιά μου. Εγώ είμαι ο Χρόνος. Στα δώδεκα μπαούλα μου είναι οι δώδεκα μήνες που θ’ αρχίσουν να κυλάν μετά από… σταθείτε να δούμε… από είκοσι εννιά λεπτά.
Ο διοικητής δεν το έβαλε κάτω.
- Αν εσείς είσαστε ο Χρόνος, είπε, τότε εγώ είμαι αεριωθούμενο. Βλέπω πως έχετε όρεξη για αστεία. Πολύ καλά λοιπόν. Θα περάσουμε καλά μαζί. Σας πειράζει να ανοίξω την τηλεόραση; Δε θα ήθελα να χάσω την αναγγελία της αλλαγής του χρόνου.
- Ανοίξτε την, ανοίξτε την. Όσο με κρατάτε όμως εδώ δεν πρόκειται να υπάρξει καμία αναγγελία.
Στην τηλεόραση έπαιζαν ένα πρόγραμμα ποικίλου περιεχομένου, με τραγούδια και διάφορα άλλα. Κάθε τόσο μια χαριτωμένη παρουσιάστρια κοίταζε ένα μεγάλο ρολόι που κρεμόταν πίσω από την ορχήστρα, ακριβώς πάνω από το κεφάλι του ντράμερ, κι έλεγε:
- Μένουν είκοσι πέντε λεπτά για να μπει ο καινούργιος χρόνος. Μένουν είκοσι δύο λεπτά…
Ο άγνωστος αεροπόρος φαινόταν να απολαμβάνει το πρόγραμμα με την ψυχή του. Σιγοτραγουδούσε, χτυπούσε το πόδι του στο ρυθμό της ορχήστρας, ξεκαρδιζόταν με τα αστεία των κωμικών…
- Σε ένα λεπτό θα είναι μεσάνυχτα, χαμογέλασε ο διοικητής. Λυπάμαι που δεν μπορώ να σας προσφέρω σαμπάνια. Δεν πίνω ποτέ σε ώρα υπηρεσίας.
- Ευχαριστώ, αλλά δε μας χρειάζεται σαμπάνια. Από τούτη τη στιγμή και μετά ο χρόνος θα πάψει να κυλά. Ρίξτε μια ματιά στο ρολόι σας.
Ο διοικητής υπάκουσε μηχανικά. Κοίταξε το καντράν, το κόλλησε στο αυτί του. «Περίεργο» σκέφτηκε. «Το ρολόι λειτουργεί, αλλά ο λεπτοδείχτης χάλασε και δε γυρίζει πια».
Άρχισε, λοιπόν, να μετράει από μέσα του τα δευτερόλεπτα. Μέτρησε εξήντα και στράφηκε να κοιτάξει πάλι το ρολόι. Οι δείχτες συνέχιζαν να είναι σταματημένοι ένα λεπτό πριν από τα μεσάνυχτα. Ακόμα και οι δείχτες του μεγάλου ρολογιού ήταν ακίνητοι. Η παρουσιάστρια, μ’ ένα κάπως αμήχανο χαμόγελο, έλεγε:
- Φαίνεται πως υπάρχει κάποιο μικρό πρόβλημα…
Μουσικοί, τραγουδιστές, κωμικοί, θεατές, λες και είχε δοθεί κάποιο σύνθημα, άρχισαν να κοιτάζουν τα ρολόγια τους, να τα κουνάν, να τα φέρνουν δίπλα στ’ αυτί τους με ύφος έκπληκτο. Σύντομα όλοι διαπίστωσαν πως οι δείχτες δεν κουνιόντουσαν πια.
- Ο χρόνος σταμάτησε, φώναξε κάποιος αστειευόμενος. Μπορεί να ήπιε πολλή σαμπάνια και να τον πήρε ο ύπνος πριν από τα μεσάνυχτα.
Ο διοικητής του αεροδρομίου έριξε μια τρομοκρατημένη ματιά στον περίεργο ξένο, που από τη γωνιά του χαμογελούσε ευγενικά.
- Είδατε; Εσείς φταίτε.
- Δηλαδή; Γιατί φταίω εγώ;
- Δεν έχετε ακόμα πειστεί πως είμαι ο Χρόνος; Κοιτάξτε αυτό το τριαντάφυλλο (υπήρχε ένα τριαντάφυλλο πάνω στο γραφείο ολόδροσο, γιατί άρεσε στο διοικητή να έχει πάντα γύρω του ένα λουλούδι). Θέλετε να δείτε τι θα πάθει αν το αγγίξω;
Ο άγνωστος πλησίασε το γραφείο και φύσηξε απαλά το τριαντάφυλλο. Τα πέταλα έπεσαν όλα μαζί, ζαρωμένα, στεγνά και θρυμματίστηκαν, έγιναν ένας μικρός σωρός σκόνης…
Ο διοικητής πετάχτηκε ορθός και όρμησε στο τηλέφωνο.
Κάποτε τα νέα ταξίδευαν στον κόσμο με άλογα και χρειαζόταν πολύς καιρός για να κάνουν το γύρο του κόσμου. Για παράδειγμα, η είδηση πως είχε ξεσπάσει πόλεμος στην Μπρισγκοβία έφτανε στην Μπρισλανδία όταν ο πόλεμος είχε πια τελειώσει κι όταν οι στρατιώτες – όσοι είχαν επιζήσει – είχαν πια επιστρέψει στα σπίτια τους.
Σήμερα το ραδιόφωνο και η τηλεόραση καλύπτουν όλη την επιφάνεια του πλανήτη μέσω ενός τεράστιου κι ευαίσθητου δικτύου. Τα νέα αιχμαλωτίζονται σ’ αυτό το δίκτυο σαν ψαράκια και μέσα σε λίγα λεπτά πηγαίνουν από τον έναν πόλο στον άλλο.
Λίγο μετά το τηλεφώνημα του διοικητή στον υπουργό όλοι γνώριζαν ήδη, από την Αμερική μέχρι τη Σιγκαπούρη κι από την Τανζανία μέχρι το Νοβοσιμπιρίσκ, πως ο Χρόνος είχε σταματήσει σε ένα μικρό αεροδρόμιο επειδή δεν είχε χαρτιά. Εκατομμύρια άνθρωποι που περίμεναν τα μεσάνυχτα για ν’ ανοίξουν τις σαμπάνιες έσπασαν από τη βιασύνη τους τους λαιμούς των μπουκαλιών κι αντάλλαξαν ενθουσιώδεις ευχές Γιορταστικά λεφούσια κατέβηκαν στους δρόμους του Μιλάνου, του Παρισιού, της Γενεύης, της Βαρσοβίας, του Λονδίνου και τα Λοιπά – γράφοντας με κεφαλαίο τα Λοιπά εννοούμε όλες τις πόλεις που είναι αδύνατον να ονομάσουμε μία μία.
- Ζήτω! Φώναζε ο κόσμος σε όλες τις γλώσσες. Ο χρόνος σταμάτησε! Δε θα γερνάμε πια! Δε θα πεθάνουμε ποτέ!...
Ο διοικητής του αεροδρομίου ήταν διαρκώς πάνω από το τηλέφωνο. Τον καλούσαν από όλα τα μέρη του κόσμου για να του πουν:
- Μην τον αφήσετε να το κουνήσει ρούπι!
- Φορέστε του χειροπέδες!
- Αρπάξτε τον απ’ το λαιμό!
- Ρίξτε του υπνωτικό στο ποτήρι!
- Όχι υπνωτικό, ποντικοφάρμακο να του δώσετε!
Ο πρωθυπουργός είχε ενημερώσει τους συνεργάτες του και είχε συγκαλέσει συμβούλιο με θέμα: «Ποια μέτρα πρέπει να λάβουμε. Η σύλληψη του Χρόνου να μετατραπεί σε φυλάκιση ή να τον αφήσουμε ελεύθερο;
Ο υπουργός Εσωτερικών ωρυόταν:
- Να τον αφήσουμε ελεύθερο; Με καμία δύναμη! Αν αρχίσουμε να επιτρέπουμε στους ανθρώπους να τριγυρίζουμε χωρίς χαρτιά, φίδι που μας έφαγε. Αυτός ο κύριος πρέπει να μας πει όνομα, επίθετο, όνομα πατρός, τόπο γεννήσεως, διεύθυνση κατοικίας, αριθμό, πόλη, υπηκοότητα, νούμερο διαβατηρίου, νούμερο παπουτσιού, νούμερο καπέλου. Πρέπει να μας δείξει πιστοποιητικό εμβολιασμών, πιστοποιητικό καλής διαγωγής, απολυτήριο της έκτης δημοτικού, φορολογική ενημερότητα. Κι έπειτα, δεν είπε πως έχει δώδεκα μπαούλα; Έχει πληρώσει τελωνείο; Αρνείται να τα ανοίξει… κι αν έχουν μέσα βόμβες;
Ο υπουργός ήταν εβδομήντα δύο χρονών και, όπως καταλαβαίνετε, είχε κάθε λόγο να θέλει να παραμείνει το ρολόι σταματημένο…
Οι υπουργοί αποφάσισαν να ζητήσουν τη γνώμη των Ενωμένων Εθνών. Στα Ενωμένα Έθνη εκείνη την ώρα βρισκόταν μόνο ο θυρωρός. Όλοι οι αντιπρόσωποι είχαν κατέβει στους δρόμους να γιορτάσουν.
- Πόσο χρόνο χρειαζόμαστε για να συγκαλέσουμε Γενική Συνέλευση;
- Καμιά δεκαπενταριά μέρες… Αν όμως ο Χρόνος δεν κυλά, δε θα περάσουν ούτε οι δεκαπέντε μέρες και η Συνέλευση δε θα μπορεί να συγκληθεί.
Κι αυτή η είδηση έκανε το γύρο του κόσμου, μεγαλώνοντας τη γενική ευθυμία.
Μετά από λίγο…
Ορίστε, βλέπετε, αυτή η φράση δε θα μπορούσε πια να γραφτεί. Αν ο Χρόνος σταματούσε, η λέξη «μετά» δε θα είχε πια νόημα.
Ας πούμε, λοιπόν, πως ένα παιδί, που ξύπνησε από τη φασαρία κι έμαθε τι είχε συμβεί, έβαλε κάτω τη λογική του κι άρχισε να γκρινιάζει:
- Τι θα είναι πάντα τώρα; Δηλαδή δε θα μεγαλώσω ποτέ; Θα τρώω όλη μου τη ζωή σφαλιάρες από τον μπαμπά; Θα πρέπει να λύνω συνεχώς προβλήματα με μπακάληδες που αγοράζουν λάδι και βάζουν τους μαθητές να βρίσκουν πόσα ξοδεύουν και πόσα κερδίζουν; Α, όχι, ευχαριστώ! Δε δέχομαι.
Όρμησε, λοιπόν, κι αυτό στο τηλέφωνο για να ειδοποιήσει τους φίλους του. Αυτοί οι φίλοι είχαν με τη σειρά τους, άλλους φίλους, αδέρφια, ξαδέρφια, συγγενείς. Το τηλέφωνο πήρε φωτιά από τα τηλεφωνήματά τους.
Τα παιδιά δεν έχασαν το χρόνο τους με λόγια. Έριξαν το παλτό τους πάνω από την πιτζάμα τους και κατέβηκαν κι αυτά στους δρόμους να διαδηλώσουν. Οι φωνές τους όμως και τα πανό που βαστούσαν στα χέρια τους ήταν πολύ διαφορετικά από αυτά των άλλων διαδηλωτών:
- Ελευθερώστε το Χρόνο!
- Δε θέλουμε να μείνουμε για πάντα μυξιάρικα!
- Θέλουμε να μεγαλώσουμε!
- Θέλω να γίνω μηχανικός!
- Θέλω να έρθει το καλοκαίρι να πάω στη θάλασσα!
- Ασυνείδητοι! Σχολίαζε ένας περαστικός. Σε μια τέτοια ιστορική στιγμή αυτοί σκέφτονται τα μπάνια στη θάλασσα.
- Και όμως, είπε ένας άλλος περαστικός, δε ένα τουλάχιστον σημείο έχουν δίκιο: Αν ο Χρόνος δε κυλά πια, θα είναι πάντα 31 Δεκεμβρίου…
- Θα είναι πάντα χειμώνας…
- Θα είναι πάντα μεσάνυχτα παρά ένα λεπτό! Δε θα ξαναδούμε τον ήλιο να ανατέλλει!
- Ο σύζυγός μου λείπει σε ταξίδι, αναστέναξε μια κυρία. Πώς θα μπορέσει να γυρίσει σπίτι αν ο Χρόνος δεν κυλά;
Ένας άρρωστος στο κρεβάτι του βογκούσε:
- Οχ, οχ… Τώρα βρήκε να σταματήσει ο Χρόνος, τώρα που έχω πονοκέφαλο; Θα έχω, λοιπόν, πονοκέφαλο για πάντα;
Ένας φυλακισμένος, γραπωμένος από τα κάγκελα της φυλακής του, αναρωτιόταν θλιμμένος:
- Δε θα είμαι ποτέ ξανά ελεύθερος;
Οι χωρικοί μουρμούραγαν:
- Με τη συγκομιδή θα έχουμε πρόβλημα… Αν δεν περνάει ο Χρόνος, αν δεν ξανάρθει η άνοιξη, θα παγώσουν όλα… Δε θα έχουμε τίποτα να φάμε.
Στο τέλος ο διοικητής του αεροδρομίου άρχισε να λαβαίνει πανικόβλητα τηλεφωνήματα:
- Λοιπόν, θα τον αφήσετε επιτέλους να φύγει; Περιμένω μια επιταγή. Αν ο Χρόνος δεν μπορεί να κυλήσει, θα μου τη στείλετε εσείς;
- Διοικητά, ελευθερώστε το Χρόνο, για όνομα του Θεού. Έχουμε μια βρύση που τρέχει κι αν δεν έρθει το αύριο δεν μπορούμε να φωνάξουμε τον υδραυλικό.
Ο Χρόνος, βολεμένος στην πολυθρόνα του, συνέχιζε να καπνίζει την πίπα του χαμογελαστός.
- Μα τι να κάνω; Παραπονιόταν ο διοικητής. Ο ένας λέει το κοντό του κι ο άλλος το μακρύ του… Εγώ νίπτω τας χείρας μου. Θα σας αφήσω να φύγετε…
- Ωραία, ευχαριστώ.
- Μα έτσι… χωρίς διαταγή των ανωτέρων… Θέτω σε κίνδυνο την καριέρα μου, το καταλαβαίνετε;
- Ε, τότε, κρατήστε με εδώ. Εγώ είμαι μια χαρά.
Χτύπησε πάλι το τηλέφωνο:
- Έπιασε πυρκαγιά! Αν δεν κυλήσει ο Χρόνος, δεν θα έρθουν οι πυροσβέστες! Θα καούν όλα! Θα καούμε όλοι! Στο σπίτι υπάρχουν γέροι και παιδιά… Κάντε κάτι, κύριε διοικητά!
Τότε λοιπόν, ο διοικητής σήκωσε τη γροθιά του και χτύπησε με δύναμη το γραφείο.
- Φτάνει λοιπόν, ότι θέλει ας γίνει. Παίρνω εγώ την ευθύνη. Πηγαίνετε, είστε ελεύθερος.
Ο Χρόνος πετάχτηκε όρθιος
- Επιτρέψτε μου να σας σφίξω το χέρι κύριε διοικητά. Είσαστε άνθρωπος με μεγάλη καρδιά.
Ο διοικητής του άνοιξε την πόρτα. Οι δείχτες των ρολογιών ξανάρχισαν να προχωράνε. Εξήντα δευτερόλεπτα αργότερα χτύπησαν μεσάνυχτα και τα πυροτεχνήματα εκτοξεύτηκαν στον ουρανό. Η καινούργια χρονιά άρχιζε.