............................................................
Αλβανικά δημοτικά τραγούδια για τους Ελληνες του ’40 | |||||
Tου Παντελη Μπουκαλα | |||||
Μέρα που είναι σήμερα, ας διαβάσουμε ένα τραγούδι κι ας προσπαθήσουμε
να το ακούσουμε κιόλας, στον ρυθμό που ταιριάζει στον καθέναν και με
όποια δεύτερη, συνοδευτική φωνή ανακαλεί η μνήμη του: «Ντούτσε, πω πω
κουτουράδα! / Τι σου έφταιξε η Ελλάδα; / Ηθελες και την Αθήνα. / Νόμιζες
πως μες στο μήνα / θα την πάρεις κομπανία, / όπως την Αβησσυνία! // Μα
στον τόπο αυτό οι μανάδες / γέννησαν παλικαράδες / που τη γη
υπερασπίσαν, / σαν λαγό σε κυνηγήσαν / και σε πήγαν με μανία / ώς βαθιά
στην Αλβανία! // Τρέχεις και ακόμα τρέχεις. / Γιατί κλαις, Ντούτσε, τι
έχεις; / Φαιοχίτωνα, τρελάρα, / τι μεγάλη κουταμάρα! // Η στρατιά σου η
ξακουσμένη / είναι τώρα διαλυμένη... / Η στρατιά σου πάει καλιά της, /
άφησε τα κόκαλά της / κι όλη της την περηφάνια / λίπασμα για τα
Βαλκάνια. // Πόσους έχεις αφανίσει / και τους έχεις χαραμίσει... /
Ξεκινούσες για τη νίκη, / σ’ έπιασαν σαν το ποντίκι! // Ο Παπάγος σ’ το
μηνούσε: / “Μακριά μου μείνε, Ντούτσε! / Σαν κοκόρι αν ξεκινήσεις, / σαν
κοτούλα θα γυρίσεις. / Μη γαβγίζεις, θα σε δέσω, / σαν σκυλί να σε
μερέψω”». Οικείες οι λέξεις και γνώριμος ο ρυθμός στον οποίο συντάσσονται μέσα μας αυθόρμητα. Κι ωστόσο, όχι, δεν έχουμε εδώ κάποιο από τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο, ούτε ένα κομμάτι επιθεώρησης που έσβησε λησμονημένο ή απέμεινε σαν προσχέδιο στο χαρτί. Για λαϊκό τραγούδι πρόκειται, δημοτικό για την ακρίβεια, μια και οι δύο αυτοί όροι δεν ταυτίζονται πια. Για δημοτικό τραγούδι δικό μας, αφού μας αφορά, για μας μιλάει, για τους παππούδες μας, και στον ίδιο τόνο με τον οποίο μιλούσαν και τα γνωστά μας τραγούδια του ’40, τα προτρεπτικά για τους πολεμιστές, τα χλευαστικά για τον Ντούτσε. Αλλά και πάλι, ληξιαρχικά, ως προς την πατρότητα και την επωνυμία (την εθνική, γιατί άλλη πατρότητα δεν νοείται στη δημοτική τέχνη), το τραγούδι δεν είναι δικό μας. Φτιάχτηκε για τους Ελληνες, τιμά ανεπιφύλακτα τους Ελληνες και τους δοξάζει για τον ηρωισμό τους, αλλά είναι δημιουργημένο από ανθρώπους άλλου λαού, άλλου έθνους. Δεν πρόκειται για φιλολογικό αίνιγμα. Το τραγούδι φτιάχτηκε το ’40 από ανώνυμους Αλβανούς. Και φτιάχτηκε φυσικά στη γλώσσα τους. Η πειστική μεταφορά του στα ελληνικά, σε ομοιοκατάληκτους οκτασύλλαβους στίχους (αυτός είναι ο δρόμος της αλβανικής δημοτικής ποίησης), οφείλεται στον δημοσιογράφο Θωμά Στεργιόπουλο, Ελληνα της μειονότητας στην Αλβανία. Πηγή μου, το βιβλίο «Κάποιοι τραγουδούν δίπλα μας: Ανθολογία αλβανικής δημοτικής ποίησης», που εκδόθηκε το 2007 από τις «Ροές», με εισαγωγή και μετάφραση του Στεργιόπουλου, επιμέλεια της Παυλίνας Παμπούδη και επιλεγόμενα του Ισμαήλ Κανταρέ. Κι όσο και να δυσφορούν εκείνοι που συναριθμούν τους Αλβανούς στους προαιώνιους εχθρούς των Ελλήνων, δεν έχουμε εδώ μια γραμματολογική παραξενιά χωρίς πολλή σημασία. Αν το τραγούδι είχε επώνυμο δημιουργό, συγκεκριμένο, έναν φιλέλληνα όπως λέμε, η αξία του θα κρινόταν στο πλαίσιο αυτό και με αυστηρότερους όρους: πόσο ποίημα είναι ή πόσο εξαντλείται στη ρητορική του συναισθήματος. Παραξενιά, λοιπόν, θα ήταν αν επρόκειτο για έργο-άπαξ, που δημιουργήθηκε στην ψυχική υπερένταση πάνω στα αλβανικά βουνά, όταν οι δύο λαοί βρέθηκαν να πολεμούν τον ίδιο αντίπαλο, τους Ιταλούς κι ύστερα τους Γερμανούς. Αλλά όσο απλοϊκό κι αν θεωρήσουμε το τραγούδι αυτό (με τα ίδια κριτήρια, απλοϊκά είναι και τα δικά μας του ’40), δεν είναι ορφανό. Στο ίδιο βιβλίο έχουν επιλεγεί προς δημοσίευση άλλα τέσσερα αλβανικά δημοτικά εξυμνητικά για τους Ελληνες, καθώς και ένα ακόμη, σε χαμηλότερους τόνους αυτό αλλά εξίσου συγκινημένο και συγκινητικό, για τα πάθη της Ελλάδας από την πείνα στην Κατοχή. Υπάρχουν βέβαια και δημοτικά αφιερωμένα στον αντιφασιστικό αγώνα του ίδιου του αλβανικού λαού, «ελάχιστα γνωστό στην Ελλάδα», όπως σωστά σημειώνει ο Στεργιόπουλος. Σε ένα μάλιστα, Αλβανοί και μειονοτικοί δοξάζονται ως συμπολεμιστές: «Μειονοτικοί αντάρτες / μάχονται κι αυτοί μαζί μας. / Αλβανοί κι Ελληνες ένα, / πολεμάμε για τη γη μας». Αντιφασιστικά αλβανικά τραγούδια περιέχει και το βιβλίο του Βασίλη Νίκα «Δημοτικά τραγούδια της ελληνικής μειονότητας», που εκδόθηκε στα Τίρανα το 1988, επί Ραμίζ Αλία, όταν η σκιά της ιδεολογικής χρήσης του παρελθόντος ήταν πολύ βαριά. Χρειάζεται μεγάλη ψυχική τσιγκουνιά ή αθεράπευτη προκατάληψη για να ανασύρει κάποιος από τη φιλολογική του αποθηκούλα την αυστηρή ζυγαριά που θα κρίνει τον βαθμό καλλιτεχνικής αρτίωσης των αυθόρμητων λαϊκών στίχων. Αποτελεί άλλωστε κοινή διαπίστωση των μελετητών της δημοτικής ποίησης, στον τόπο μας και αλλού, ότι η φθορά της με τον χρόνο είναι ευδιάκριτη. Οσο ο αγροτικός πολιτισμός αντικαθίσταται από τον αστικό και ο προφορικός από τον γραπτό και όσο αποσαθρώνονται και απορρυθμίζονται οι ανθρώπινες κοινότητες, ο δημοτικός ποιητικός λόγος τραυματίζεται, υποχωρεί, σβήνει. Κι όταν οι συνθήκες ευνοούν την επανεμφάνισή του, ένας νέος πόλεμος λ.χ., συνήθως έχουμε να κάνουμε με έναν μιμητικό απόηχο, γεγονός πάντως που δεν τον εμποδίζει να συγκινήσει. Και τα δικά μας νεότερα δημοτικά, όσα πλάστηκαν για τον Μακεδονικό Αγώνα ή την Εθνική Αντίσταση, αλλά και όσα δοκίμασαν να ιστορήσουν τα βάσανα των νέων μεταναστευτικών γενεών, στην εκμετάλλευση των δεδομένων βασίστηκαν, στην επανάληψη των παλαιών μοτίβων και ρυθμών. Και ίσως μόνο στα δίστιχα, τα ερωτικά προπάντων κι ύστερα τα σκωπτικά, υπάρχει ακόμα αξιόλογη παραγωγή. Ενα δεύτερο δείγμα από τα αλβανικά δημοτικά: «Ντούτσε, να σου σκάσει η κούτρα! / Βρε φασίστα, με τι μούτρα / κίνησες με τη στρατιά σου; / Τα ’θελες όλα δικά σου. // Και ενός στρατού βαρβάτου / έσπειρες τα κόκαλά του / στα ποτάμια, στα πηγάδια, / στα βουνά και στα λιβάδια... / Στ’ Αργυρόκαστρο που μπήκες, / λίγο δύσκολα τα βρήκες. / Και μετά σε βρήκε η μπάλα / και σαν τ’ άλογο πιλάλα / έφτασες με τα σπιρούνια / στης Μηλιάς τα κορφοβούνια. [...] Μα οι Μοραΐτες φτάσαν / και τα σχέδια σού χαλάσαν. // Πάλεψαν σώμα με σώμα / κι έφαγε ο στρατός σου χώμα! / Ελληνες, μια χούφτα ήσαν / και, καημένε, σε νικήσαν. // Το στρατό σου τον χουγιάξαν / σαν τα γίδια τον προγκήξαν». Είπα ήδη ότι δεν πρόκειται για φιλολογική παραξενιά. Αλλά ούτε ιστορικό παράδοξο είναι, χωρίς παρελθόν και διάρκεια: οι άλλες σελίδες αυτής της ιστορίας που δικαιούται επανανάγνωση γράφτηκαν όταν η αλβανική δημοτική μούσα έκλαψε τον Παύλο Μελά και, το 1821, τραγούδησε τον Ανδρούτσο, τον Καραϊσκάκη, τον Φώτο Τζαβέλα, τον Μάρκο Μπότσαρη βέβαια, τη Χίο και το Μεσολόγγι. Αλλά γι’ αυτά, στη δική τους μέρα. |