.............................................................
12 Οκτωβρίου 1944: Η απελευθέρωση της Αθήνας
Στις
αρχές του Οκτωβρίου του 1944 η αντίστροφη μέτρηση για τη χιτλερική
Γερμανία έχει ήδη αρχίσει, καθώς βρετανικά στρατεύματα αποβιβάζονται στη
χειμαζόμενη από τις δυνάμεις του Άξονα μαρτυρική ελληνική γη. Ο
γερμανικός στρατός εγκαταλείπει σταδιακά την Πελοπόννησο και τα νησιά
και στις 12 Οκτωβρίου αποχωρεί από την Αθήνα, σφυροκοπούμενος διαρκώς,
αλλά ανατινάζοντας εγκαταστάσεις στον Πειραιά και βυθίζοντας πολλά
ελλιμενισμένα πλοία. Ο ΕΛ.Α.Σ. τις μέρες εκείνες δίνει την τελευταία
μεγάλη μάχη κατά των κατακτητών, εμποδίζοντάς τους να ανατινάξουν το
ηλεκτροπαραγωγικό εργοστάσιο του Κερατσινίου. Οι μάχες στη Βόρεια Ελλάδα
συνεχίζονται, ωστόσο, με αμείωτη ένταση.
Χαρακτηριστικό
είναι πάντως ότι το πρωί της 12ης Οκτωβρίου, πριν την αποχώρησή τους,
οι κατακτητές είχαν το θράσος να καταθέσουν στεφάνια στο μνημείο του
Άγνωστου Στρατιώτη. Στεφάνια που λίγο αργότερα ο βασανισμένος λαός
ποδοπάτησε με μανία.
"Μέχρι
το μεσημέρι τα χαρμόσυνα νέα είχαν κυκλοφορήσει σε κάθε γωνιά της
πρωτεύουσας και οι Αθηναίοι ξεχύνονταν στους δρόμους. Μια λαοθάλασσα,
που ξεκινούσε από το Σύνταγμα και έφτανε μέχρι τη συμβολή Πατησίων και
Αγίου Μελετίου, ζούσε το απόλυτο παραλήρημα. Μια μέρα αλλιώτικη,
ονειρεμένη, που λόγια δεν μπορούν να περιγράψουν. Μια μεγάλη παρένθεση
μέσα στο χρόνο έκλεινε, μια δύναμη πανίσχυρη ένωσε ξανά το κομμένο νήμα
της ζωής, δίνοντας πνοή στα κορμιά των νεκροζώντανων κατοίκων της
κουρσεμένης πόλης.
Επιτέλους,
εκείνο το πρωινό δεν θα αντίκριζαν τον αγκυλωτό σταυρό στο βράχο της
Ακρόπολης, που επί τριάμισι χρόνια βεβήλωνε τα κατάλευκα ιερά μάρμαρα
του Παρθενώνα! Εκείνο το πρωινό ο αέρας μοσχομύριζε, ο ήλιος έλαμπε
αλλιώτικα, τα πουλιά είχαν ξεθαρρέψει και τα κορίτσια είχαν γίνει τόσο
όμορφα! Εκείνο το πανέμορφο πρωινό ο χρόνος που τόσον καιρό είχε
παγώσει, άρχιζε και πάλι να κυλά.
Τι
παραλήρημα ξέφρενης χαράς ήταν εκείνο! Πού βρέθηκαν τόσα λουλούδια;
Πόσοι κήποι, πόσες γλάστρες άνθισαν ξαφνικά και γέμισε ο τόπος λευκά,
κόκκινα, ροζ, κίτρινα μοσχομυρωδάτα λουλούδια! Στο Σύνταγμα και στην
Ομόνοια το πλήθος ραίνει τα τζιπ των Άγγλων με λουλούδια. Φιλάει τους
στρατιώτες, τους σηκώνει στα χέρια, τους αποθεώνει. Σπρώχνοντας για να
περάσει, τραγουδώντας και χορεύοντας, ο κόσμος αγκαλιάζεται, φιλιέται κι
ας μην ξέρει με ποιους. Τι σημασία έχει! Χριστός ανέστη, ακούγεται από
όλα τα στόματα! Μουσική βγαίνει από τα μεγάφωνα του δρόμου. Τα παιδιά
κυματίζουν χαρούμενα τις χάρτινες σημαιούλες, ελληνικές και συμμαχικές.
Όλοι χορεύουν και τραγουδούν αγκαλιασμένοι.
Δε
θα μπορούσαν, βέβαια, να λείψουν από τη μεγαλύτερη χαρά που γνώρισε
ποτέ η Αθήνα, οι πρωτομάρτυρες της λευτεριάς: Οι ανάπηροι του μετώπου,
χαμογελαστοί πάνω στα καροτσάκια τους. Και στροβιλιζόταν ο κόσμος μέσα
στη δίνη της χαράς, μη μπορώντας ακόμα να διακρίνει αν αυτά που ζούσε
ήταν όνειρο ή πραγματικότητα.
Πού
βρέθηκαν τόσες φωνές, αλήθεια! Πώς κατάφεραν να βγουν μέσα από τα
αδυνατισμένα πνευμόνια! Ο κόσμος είχε ξεχάσει να μιλά μεγαλόφωνα. Ο
φόβος υπαγόρευε τον ψίθυρο.
Τόσο
φως πού βρέθηκε και ξεχύθηκε μέσα στα σπίτια από τα διάπλατα παράθυρα!
Τριάμισι χρόνια όλοι ζούσαν με κλειστά παραθυρόφυλλα κι επτασφράγιστες
καρδιές. Είχε γίνει τρόπος ζωής το ζοφερό σκοτάδι.
Και τόσα χαμόγελα! Το γέλιο ήταν κακούργημα και η χαρά πλημμέλημα για κάθε Έλληνα, για κάθε εξανδραποδισμένο και κατακτημένο.
Στο
μεταξύ, Ατθίδες με εθνικές ενδυμασίες μεταφέρουν και υψώνουν στην
Ακρόπολη την ελληνική σημαία, ενώ οι καμπάνες των εκκλησιών δεν έχουν
σταματήσει να χτυπούν ούτε λεπτό από το πρωί.
Και
να 'μαστε τώρα εδώ, ξαναγεννημένοι από τις στάχτες μας, από την
κολυμπήθρα του Σιλωάμ βγαλμένοι, της ελευθερίας άπληστα να ρουφάμε τους
χυμούς.
Τελικά, δεν τα πήρε όλα ο πόλεμος!
Σε
λίγες μέρες η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας φτάνει στην ταραγμένη Αθήνα. Ο
πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου θα υψώσει την κυανόλευκη και πάλι στον
ιστό της, εκεί που ανήκει, στον ιερό βράχο της Ακρόπολης, που η
σβάστικα επέμενε τόσα χρόνια να μολύνει.
Από
τότε και μετά, η ζωή καρκινοβατώντας παλεύει να βρει ξανά τους ρυθμούς
της. Ένα βήμα εμπρός, δύο πίσω. Ο πληθωρισμός και οι στερήσεις
συνεχίζονται, το ίδιο και οι πυροβολισμοί και οι σκοτωμοί. Μα τί άλλαξε
λοιπόν; Δεν τελείωσε ο πόλεμος; Ποιοι είναι πάλι ετούτοι που σκοτώνονται
και σκοτώνουν;
Είναι
οι Έλληνες που σκοτώνουν τους Έλληνες. Είναι τα παιδιά της
ετοιμοθάνατης Ελλάδας, που τσακώνονται για την κληρονομιά..."[1]
Παράλληλα,
η τριμελής Κυβερνητική Επιτροπή (Φ. Mανουηλίδης, Γ. Zεύγος, Θ.
Tσάτσος), που εγκαθίσταται στα Παλαιά Ανάκτορα αμέσως μετά την
αποχώρηση των Ούννων, στέλνει το ακόλουθο τηλεγράφημα στην εξόριστη
ελληνική κυβέρνηση, που βρίσκεται στην Ιταλία: «Ο
βραχνάς της σκλαβιάς τελείωσε στην Aθήνα. Mε το αναφιλητό μιας
ανέκφραστης χαράς χαιρετάμε την Eθνική Kυβέρνηση. O Λαός, ο ηρωικός Λαός
των Aθηνών, γιορτάζει αδελφωμένος την λευτεριά του».
Πράγματι,
στις 18 Οκτωβρίου η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας φτάνει στην Αθήνα. Ο
πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου θα υψώσει την κυανόλευκη και πάλι στον
ιστό της, εκεί που ανήκει, στο βράχο της Ακρόπολης και θα μλήσει στο
λαό μέσα σε κλίμα απαράμιλλης συγκίνησης, επικαλούμενος εθνική ομοψυχία.
Αλίμονο
όμως! Πόσο γρήγορα θα ξεχαστούν όλα αυτά! Τα πρώτα συννεφάκια αρχίζουν
να διαφαίνονται στον αττικό ουρανό, καθώς έχει ήδη προηγηθεί η συνάντηση
Τσόρτσιλ – Στάλιν στη Μόσχα, όπου οι δύο άντρες καθόρισαν τις σφαίρες
επιρροής των Βαλκανίων.
Δύσκολες μέρες ξημερώνουν για τη μικρή μας χώρα, που δεν πρόλαβε να χαρεί την ελευθερία της. Ένας καινούριος χειρότερος αδελφοκτόνος πόλεμος ξεκινά, που θα γυρίσει την Ελλάδα πολλά χρόνια πίσω, τη στιγμή που η υπόλοιπη Ευρώπη ξαναγεννιέται από την τέφρα της.
Δύσκολες μέρες ξημερώνουν για τη μικρή μας χώρα, που δεν πρόλαβε να χαρεί την ελευθερία της. Ένας καινούριος χειρότερος αδελφοκτόνος πόλεμος ξεκινά, που θα γυρίσει την Ελλάδα πολλά χρόνια πίσω, τη στιγμή που η υπόλοιπη Ευρώπη ξαναγεννιέται από την τέφρα της.
[1] "Μετά την Κατστροφή, Σμύρνη-Κατοχή", Χριστιάννα Λούπα, Εκδόσεις ΙΩΛΚΟΣ, 2003