Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

Αφιερωμένο εξαιρετικά στα παιδιά της ΣΤ' τάξης του δημοτικού σχολείου στην Παλιά Επίδαυρο. / "Τη μέρα που χάθηκα" : άλλη μια αστεία ιστορία του Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ ( μετάφραση Ανθή Λεούση, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2005)

                                                Τη μέρα που χάθηκα.
                               Ένα κεφάλαιο από την αυτοβιογραφία
                                               του καθηγητή Κεφάλα

   ΕΙΝΑΙ ΕΥΚΟΛΟ ΝΑ ΜΕ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΤΕ. Αν δείτε στο δρόμο έναν άνθρωπο με πολύ μακρύ πανωφόρι, πολύ μεγάλα παπούτσια, στραπατσαρισμένο πλατύγυρο καπέλο, γυαλιά , χωρίς τον ένα φακό, να κρατάει ομπρέλα, μολονότι λάμπει ο ήλιος, ο άνθρωπος αυτός θα είμαι εγώ, ο καθηγητής Κεφάλας. Υπάρχουν και άλλες αλάθευτες ενδείξεις για την ταυτότητά μου. Οι τσέπες μου είναι πάντα φουσκωμένες από εφημερίδες, περιοδικά, και κόλλες χαρτί. Κρατώ έναν παραγεμισμένο χαρτοφύλακα και κάνω αιωνίως λάθη. Ζω στη Νέα Υόρκη πάνω από σαράντα χρόνια, κι όμως όποτε θέλω να πάω σε κάποιο προάστιο, βρίσκομαι να πηγαίνω προς το εμπορικό κέντρο, κι όταν θέλω να πάω ανατολικά, πηγαίνω δυτικά. Είμαι πάντοτε αργοπορημένος και ποτέ δεν μπορώ να θυμηθώ πρόσωπα και ονόματα.
   Αφήνω πάντα όπου τύχει τα πράγματά μου. Εκατό φορές τη μέρα αναρωτιέμαι: Πού είναι η πένα μου; Πού είναι τα λεφτά μου; Πού είναι το μαντίλι μου; Πού είναι η ατζέντα μου; Είμαι αυτό που λένε  αφηρημένος καθηγητής.
   Επί πολλά χρόνια διδάσκω φιλοσοφία στο ίδιο πανεπιστήμιο κι όμως δυσκολεύομαι να εντοπίσω πού είναι οι τάξεις μου. Οι ανελκυστήρες μου παίζουν  παράξενα κόλπα. Θέλω να πάω στον τελευταίο όροφο και βρίσκομαι στο ισόγειο. Είναι ζήτημα να περάσει μέρα χωρίς να κλειστώ σε ανελκυστήρα. Οι πόρτες των ανελκυστήρων είναι οι χειρότεροι εχθροί μου.
   Σαν να μην έφτανε που είμαι συνεχώς απρόσεκτος και χάνω τα πράγματά μου, είμαι και ξεχασιάρης. Μπαίνω σ’ ένα καφέ, κρεμάω το πανωφόρι μου κι ύστερα φεύγω χωρίς να το πάρω μαζί μου. Με το που θα θυμηθώ να γυρίσω να το βρω, έχω λησμονήσει πού ήμουν. Χάνω καπέλα, βιβλία, ομπρέλες, γαλότσες, και πάνω απ’ όλα χειρόγραφα. Μερικές φορές ξεχνώ ακόμα και την ίδια μου τη διεύθυνση. Ένα βράδυ πήρα ταξί γιατί βιαζόμουν να πάω σπίτι. Ο ταξιτζής είπε: «Πού πάμε;» και δεν μπορούσα να θυμηθώ πού έμενα.
   «Στο σπίτι μου!» είπα.
   «Πού είναι το σπίτι σου;» ρώτησε κατάπληκτος.
   «Δεν θυμάμαι», αποκρίθηκα.
   «Πώς λέγεσαι;»
   «Καθηγητής Κεφάλας».
   «Καθηγητή», είπε ο ταξιτζής, «θα σε πάω σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Κοίταξε στον τηλεφωνικό οδηγό και θα βρεις τη διεύθυνσή σου».
   Με μετέφερε στον πλησιέστερο τηλεφωνικό θάλαμο αλλά αρνήθηκε να περιμένει. Ετοιμαζόμουν να μπω στο θάλαμο όταν κατάλαβα ότι είχα αφήσει το χαρτοφύλακά μου στο ταξί. Έτρεξα πίσω του κραυγάζοντας: «Ο χαρτοφύλακάς μου, ο χαρτοφύλακάς μου!» Αλλά το ταξί ήταν κιόλας μακριά για να ακουστεί η φωνή μου.
   Μέσα στο θάλαμο βρήκα έναν τηλεφωνικό οδηγό, αλλά όταν κοίταξα στο Κ, είδα με τρόμο ότι αν και υπήρχαν κάμποσοι Κεφάλες στη σειρά, δεν ήμουν ανάμεσά τους. Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα ότι αρκετούς μήνες πρωτύτερα, η κυρία Κεφάλα είχε αποφασίσει ότι ο αριθμός του τηλεφώνου μας δεν έπρεπε να βρίσκεται στον κατάλογο. Η αιτία ήταν ότι οι σπουδαστές μου δεν το είχαν σε τίποτα να μου τηλεφωνούν μες στη νύχτα και να με ξυπνούν. Συνέβαινε επίσης κάθε τόσο και λιγάκι να θέλει κάποιος να καλέσει άλλον Κεφάλα και να παίρνει εμένα κατά λάθος. Ωραία όλα αυτά – αλλά πώς θα πήγαινα σπίτι μου;
   Συνήθως είχα στην τσέπη μου γράμματα που έγραφαν τη διεύθυνσή μου αφού απευθύνονταν σε εμένα. Αλλά εκείνη τη μέρα ειδικά είχα αποφασίσει να αδειάσω τις τσέπες μου. Ήταν τα γενέθλιά μου και η γυναίκα μου είχε προσκαλέσει φίλους για το βράδυ. Είχε ψήσει ένα τεράστιο κέικ και το στόλισε με κεριά γενεθλίων. Έβλεπα τους φίλους μου να κάθονται στο σαλόνι μας, περιμένοντας  να μου ευχηθούν τα χρόνια πολλά. Κι εγώ να στέκομαι σε κάποιο θάλαμο και με κανένα τρόπο να μην μπορώ να φέρω στη μνήμη μου πού έμενα.
   Τότε θυμήθηκα τον αριθμό τηλεφώνου ενός φίλου μου, του δόκτορα Μάμη, και αποφάσισα να πάρω για να ζητήσω βοήθεια. Απάντησε η φωνή μιας νεαρής κοπέλας.
   «Είναι εκεί ο δόκτορας Μάμης;»
   «Όχι», αποκρίθηκε.
   «Η σύζυγός του;»
   «Έχουν βγει και οι δύο», είπε η κοπέλα.
   «Μήπως μπορείτε να μου πείτε πού μπορώ να τους βρω;»
   «Εγώ προσέχω τα παιδιά, αλλά νομίζω πως πήγανε σε μια γιορτή στο σπίτι του καθηγητή Κεφάλα. Θα θέλατε να αφήσετε ένα μήνυμα;» είπε. «Ποιος να πω ότι τηλεφώνησε, παρακαλώ;»
   «Ο καθηγητής Κεφάλας», είπα.
   «Έφυγαν για το σπίτι σας πριν από μια ώρα», είπε η κοπέλα.
   «Μπορείτε να μου πείτε πού πήγαν;» ρώτησα.
   «Μα σας είπα. Πήγαν στο σπίτι σας».
   «Ναι, αλλά πού μένω;»
   «Θα αστειεύεστε!» είπε η κοπέλα και έκλεισε το ακουστικό.
   Προσπάθησα να πάρω τηλέφωνο κάμποσους φίλους (εκείνους που έτυχε να θυμηθώ το νούμερο του τηλεφώνου τους), αλλά όπου και να τηλεφωνούσα, έπαιρνα την ίδια απόκριση: «Έχουν πάει στο σπίτι του καθηγητή Κεφάλα».
   Καθώς στεκόμουν στο δρόμο μη ξέροντας τι να κάνω, άρχισε να βρέχει. «Πού είναι η ομπρέλα μου;» είπα στον εαυτό μου και γνώριζα την απάντηση. Κάπου θα την είχα αφήσει. Πήγα κάτω από ένα υπόστεγο εκεί κοντά. Τώρα έβρεχε καρεκλοπόδαρα. Άστραφτε και βρόνταγε. Όλη μέρα είχε ήλιο και ζέστη, αλλά τώρα που χάθηκα και χάθηκε κι η ομπρέλα μου έπρεπε να ξεσπάσει καταιγίδα. Και φαινόταν πως μάλλον θα συνέχιζε έτσι όλη τη νύχτα.
   Για να απασχοληθώ με κάτι βάλθηκα να στοχάζομαι το παλαιό φιλοσοφικό πρόβλημα. Μια μαμά κότα γεννάει ένα αυγό, έλεγα μέσα μου, κι όταν το αυγό εκκολαφθεί, έχουμε μια κότα. Έτσι γινόταν πάντα. Η κάθε κότα βγαίνει από ένα αυγό και το κάθε αυγό βγαίνει από μια κότα. Αλλά υπήρχε πρώτα η κότα; Ή πρώτα το αυγό; Κανένας φιλόσοφος ποτέ δε στάθηκε ικανός να λύσει το αιώνιο αυτό αίνιγμα. Αδιάφορο, θα πρέπει να υπάρχει μια απάντηση. Ίσως εγώ, ο Κεφάλας, είμαι προορισμένος να σκοντάψω κατά τύχη πάνω της.
   Εξακολουθούσε να ρίχνει με το τουλούμι. Τα πόδια μου βρέχονταν και κρύωνα. Άρχισα να φταρνίζομαι και ήθελα να σκουπίσω τη μύτη μου, αλλά το μαντίλι μου είχε κάνει κι αυτό φτερά.
   Εκείνη τη στιγμή είδα έναν μεγάλο μαύρο σκύλο. Τον έλουζε η βροχή, στεκόταν και με κοίταζε με λυπημένα μάτια. Κατάλαβα αμέσως ποια ήταν η σκοτούρα του. Ο σκύλος είχε χαθεί. Μάλλον είχε ξεχάσει κι αυτός τη διεύθυνσή του. Ένιωσα μεγάλη αγάπη για το αθώο το ζώο. Του φώναξα και ήρθε τρέχοντας. Του μίλησα σαν να ‘ταν άνθρωπος. «Φίλε μου, είμαστε στην ίδια βάρκα», είπα. «Είμαι ένας κεφάλας άνθρωπος και είσαι ένας κεφάλας σκύλος. Ίσως έχεις κι εσύ τα γενέθλιά σου, ίσως γίνεται και για σένα κάποια γιορτή. Και στέκεις εδώ τουρτουρίζοντας, απροστάτευτος μες στη βροχή, ενώ ο καλός σου κύριος θα σε γυρεύει παντού. Μπορεί κι εσύ να πεινάς όπως κι εγώ».
   Χάιδεψα το σκύλο στο μουσκεμένο του κεφάλι και κούνησε την ουρά του. «Ό,τι μου τύχει εμένα, θα σου τύχει κι εσένα», είπα. «Θα σε κρατήσω κοντά μου ώσπου να βρούμε κι οι δυο μας τα σπίτια μας. Αν δεν βρούμε τον κύριό σου, θα μείνεις μαζί μου. Δώσ’ μου το πόδι σου», είπα. Ο σκύλος σήκωσε το δεξί του πόδι. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία πως είχε καταλάβει.
   Πέρασε ένα ταξί και μας πιτσίλισε και τους δύο. Ξαφνικά σταμάτησε κι άκουσα κάποιον να κραυγάζει: «Κεφάλα! Ε, Κεφάλα!» Σήκωσα το βλέμμα και είδα να ανοίγει η πόρτα του ταξί και να εμφανίζεται το κεφάλι ενός φίλου μου. «Κεφάλα», φώναξε. «Τι κάνεις εδώ; Ποιον περιμένεις;»
   «Πού πας;» ρώτησα.
   «Στο σπίτι σου, φυσικά. Λυπάμαι που άργησα, αλλά κάτι μου έτυχε. Τέλος πάντων, κάλλιο αργά παρά ποτέ. Αλλά γιατί δεν είσαι σπίτι σου; Και τίνος είναι αυτός ο σκύλος;»
   «Ο Θεός σε στέλνει!» ανέκραξα. «Τι νύχτα! Ξέχασα τη διεύθυνσή μου, άφησα το χαρτοφύλακά μου στο ταξί, έχασα την ομπρέλα μου, και δεν ξέρω πού είναι οι γαλότσες μου».
   «Κεφάλα», είπε ο φίλος μου, «αν υπήρξε αφηρημένος καθηγητής, αυτός είσαι εσύ!»
   Χτύπησα το κουδούνι του διαμερίσματός μου και η γυναίκα μου άνοιξε την πόρτα. «Κεφάλα μου!» στρίγγλισε. «Όλοι σε περιμένουν. Πού ήσουν; Πού είναι ο χαρτοφύλακάς σου; Η ομπρέλα σου; Οι γαλότσες σου; Και ποιος είναι αυτός ο σκύλος;»
   Με περικύκλωσαν οι φίλοι μας. «Πού ήσουν;» ξεφώνιζαν. «Ανησυχήσαμε τόσο πολύ. Πιστέψαμε πως κάτι σου συνέβη!»
   «Ποιος είναι αυτός ο σκύλος;» δεν έπαψε να επαναλαμβάνει η γυναίκα μου.
   «Δεν ξέρω», είπα τελικά. «Τον βρήκα στο δρόμο. Να τον φωνάζουμε Γαβ-Γαβ όσο θα είναι μαζί μας».
   «Γαβ-Γαβ, μάλιστα!» με κατσάδιασε η γυναίκα μου. «Το ξέρεις ότι η γάτα μας μισεί τους σκύλους. Και τι θα γίνει με τα παπαγαλάκια; Θα πεθάνουν από το φόβο τους».
   «Είναι ήσυχος σκύλος», είπα. «Θα γίνουν φίλοι με τη γάτα. Είμαι σίγουρος ότι αγαπάει τα παπαγαλάκια. Δεν μπορώ να τον αφήσω να τουρτουρίζει μες στη βροχή. Είναι καλή ψυχή».
   Τη στιγμή που το είπα αυτό ο σκύλος έβγαλε ένα τρομαχτικό ουρλιαχτό. Η γάτα μπήκε τρέχοντας στο δωμάτιο. Όταν είδε το σκύλο, καμπούριασε τη ράχη της και τον έφτυσε, έτοιμη να του βγάλει με τα νύχια της τα μάτια. Τα παπαγαλάκια μες στο κλουβί τους άρχισαν να χτυπούν τα φτερά τους και να τσιρίζουν. Όλοι βάλθηκαν να μιλούν ταυτόχρονα. Έγινε πανδαιμόνιο.
   Θέλετε να μάθετε πώς τέλειωσαν όλα αυτά;
   Ο Γαβ-Γαβ ζει ακόμα κοντά μας. Με τη γάτα είναι οι καλύτεροι φίλοι. Τα παπαγαλάκια έχουν μάθει να καβαλικεύουν τη ράχη του λες κι είναι άλογο. Όσο για τη γυναίκα μου, αγαπάει τον Γαβ-Γαβ ακόμα πιο πολύ απ’ ό,τι εγώ. Όποτε βγάζω έξω το σκύλο θα πει: «Και μην ξεχάσετε τη διεύθυνσή σας, κι οι δυο σας».
   Δεν βρήκα ποτέ το χαρτοφύλακά μου, ούτε την ομπρέλα μου, ούτε τις γαλότσες μου. Όπως πολλοί φιλόσοφοι πριν από μένα, εγκατέλειψα την προσπάθεια να λύσω το γρίφο αν η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα. Αντί γι’ αυτό άρχισα να γράφω ένα βιβλίο με τίτλο Τα Απομνημονεύματα του Κεφάλα. Αν δεν ξεχάσω το χειρόγραφο σε κανένα ταξί ή σε κανένα παγκάκι στο πάρκο, ίσως τα διαβάσετε μια μέρα. Στο μεταξύ έχετε εδώ ένα χαρακτηριστικό κεφάλαιο.