ΤΟ ΞΥΛΑΡΑΚΙ – ένα παραμύθι από τη Σύρο
Άλλοτε, τον παλιό καιρό, σ’ όλα τα νησιά υπήρχανε βασιλιάδες. Ο βασιλιάς της Αξιάς (της Νάξου, δηλαδή) είχε μια κόρη, που η ομορφιά της δε βρισκότανε πουθενά. Όλοι λοιπόν οι βασιλιάδες τη γυρέψανε, για να την κάνουνε νύφη, κι ο πατέρας της συλλογίστηκε και είπε: «Αν τηνε δώσω του βασιλιά της Πάρος, θα μου σηκώσει πόλεμο ο βασιλιάς της Τήνου. Αν τηνε δώσω του βασιλιά της Νιος, θα μου σηκώσει πόλεμο ο βασιλιάς της Μύκονος… κι όλοι οι άλλοι βασιλιάδες!
Φώναξε λοιπόν τη δωδεκάδα του για να πάρει συμβουλή.
Κι η δωδεκάδα αποφάσισε πως η κόρη του πρέπει να καμωθεί (να προσποιηθεί, να υποκριθεί) το βουβό κι όποιο παλικάρι την κάνει σε τρεις μέρες να μιλήσει, να την πάρει γυναίκα του, αλλιώς αν περάσουν οι τρεις μέρες να του παίρνουν την κεφαλή του.
Πηγαίνανε λοιπόν βασιλόπουλα, πριγκιπόπουλα και, κάθε τρεις μέρες έπαιρνε το κεφάλι τους ο βασιλιάς. Τόσοι πια πήγανε που έκαμε ο βασιλιάς τρεις πύργους και τους γέμισε από τις κεφαλές των παλικαριών.
Ας αφήσουμε τώρα αυτό κι ας πάμε στη Σύρα που ήτανε μια γριά κι είχε ένα εγγονάκι ορφανό, και πήγαινε η κακομοίρα, και ξενοδούλευε και ζητιάνευε για να το αναθρέψει. Αφού μεγάλωσε το παιδί, γυρίζει μια μέρα και λέει στη γιαγιά του: «Γιαγιά, εγώ θα πάω να κάνω τη βασιλοπούλα να μιλήσει».
«Βρε, παιδάκι μου, εκεί πάνε βασιλόπουλα, πριγκιπόπουλα και κανένα δεν την έκανε να μιλήσει και συ θα πας να χάσεις τη ζωή σου, και να μ’ αφήσεις μοναχή, που ήτανε το θάρρος μου, τώρα που μεγάλωσες, να μου δίνεις ένα κομμάτι ψωμί;»
Το παιδί όμως επέμενε να πάει. Τότε του λέει η γριά: «Πήγαινε ν’ αφήσεις γεια της γιαγιάς σου, της αδελφής μου, κι είναι πιο προκομμένη κι ίσως να σ’ ορμηνέψει».(να σε συμβουλέψει)
Πηγαίνει λοιπόν στη γιαγιά εκείνη, και λέει: «Γιαγιά, δώσ’ μου το χέρι σου να το φιλήσω, γιατί θα πάω να κάμω τη βασιλοπούλα να μιλήσει, μα μπορεί και να μη μιλήσει και να μου πάρει το κεφάλι ο βασιλιάς». «Βρε, παιδάκι μου, δεν κάθεσαι στον τόπο σου, που η αδελφή μου δεν έχει άλλο θάρρος από σένα!» Μα σαν είδε πως δεν τον έκανε ζάφτι (δεν τον δάμαζε, δεν τον κατάφερνε, δεν τον έπειθε), του λέει: «Να, πάρε ετούτο το ξυλαράκι κι όπου τ’ ακουμπήσεις μίλα του κι αυτό θα σου μιλεί».
Το παιδί πήρε το ξυλαράκι κι ύστερα μπαρκάρισε και πήγε στην Αξιά. Μόλις έφτασε παρουσιάστηκε, ας πούμε στην αστυνομία, και ζήτησε άδεια για να πάει να κάνει την βασιλοπούλα να μιλήσει.
Τότε του λέει ο αστυνόμος: «Βλέπεις αυτούς τους πύργους; Είναι γεμάτοι από κεφαλές των βασιλόπουλων και των πριγκιπόπουλων. Ο ένας, θέλει μια κεφαλή ακόμα για να γεμίσει!»
«Ας είναι η δική μου!», αποκρίθηκε το παλικάρι. Κι έτσι πήρε την άδεια.
Αφού βασίλεψε ο ήλιος, μπήκε μέσα στο παλάτι κι απέξω στάθηκαν οι φρουροί και φυλάγανε. Αρχίζει λοιπόν: «Καλησπέρα, βασιλοπούλα μου! (Αυτή από τον καναπέ ούτε που γύρισε να τον δει). «Αχ, βασιλοπούλα μου, δεν είναι κρίμα σ’ εμένα, που είχα μια χήρα γιαγιά και τηνε παράτησα μόνο για σένα, κι εσύ δε γυρίζεις ούτε να με δεις;» Και με διάφορα λόγια που της έλεγε πέρασε η νύχτα, χωρίς να την κάνει να μιλήσει.
Όταν ξημέρωσε ανοίξανε τις πόρτες κι έφυγε.
Τη δεύτερη μέρα πήγε πάλι κι άρχισε: «Καλησπέρα, βασιλοπούλα μου» - στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα! – και τότε άρχισε να την παρακαλεί και ν’ αναστενάζει: «Αχ, βασιλοπούλα μου, δε λυπάσαι την ομορφιά μου; δε λυπάσαι το χάλι μου;»
Με τούτες τις λέξεις ήρθανε τα μεσάνυχτα, ξημέρωσε η αυγή, ανοίξανε τις πόρτες κι έφυγε το παλικάρι.
Την τρίτη βραδιά πήγε με απελπισία μεγάλη κι άρχισε να φωνάζει πιο δυνατά:
«Άχου, βασιλοπούλα μου, δε θέλω να μιλήσεις, αλλά γύρισε και δες με. Εγώ ήρθα από τους δικούς μου και θα θυσιάσω τη ζωή μου για λόγου σου!» Μιλιά η βασιλοπούλα. Τότε, του ήρθε στο νου πως κάτι του είχε δώσει η αδελφή της γιαγιάς του. Ψάχνει λοιπόν στην τσέπη του, βρίσκει το ξυλαράκι, το ακουμπάει πάνω στην πόρτα και λέει: «Ε, πόρτα, η βασιλοπούλα δε μου μιλεί, εσύ δε μου μιλείς;»
«Τι να σου πω; Που εγώ ήμουν δέντρο στο βουνό και με κόψανε, με σκίσανε, με κάνανε σανίδια, με πήγανε στο μαραγκό, με ταγιάρανε (με σκαλίσανε σαν ξυλόγλυπτο αντικείμενο), με κάνανε πόρτα, άνοιξε-κλείσε, και για να βλέπουν τη βασιλοπούλα, τρώγομαι σ’ όλη μου τη ζωή!...»
«Ω, βασιλοπούλα μου, η πόρτα σου μου μιλεί, εσύ δε μου μιλείς;» λέει το παιδί και πάει κοντά στο καντηλιέρι (πολύφωτη λυχνία), ακουμπάει το ξυλαράκι και λέει: «Καντηλιέρι, η βασιλοπούλα δε μου μιλεί, εσύ δε μου μιλείς;»
«Μα τι να σου πω, που εγώ ήμουν χώμα στο βουνό, μ’ έκαμαν ασήμι, με πήγανε στον κουϊμτζή (στον κουγιουμτζή, στον χρυσοχόο), τώρα τρίψε, τρίψε, για να γυαλίζω, τρώγομαι σ’ όλη μου τη ζωή…»
Ήρθανε οι βαθιές αυγές και το παλικάρι άρχισε να τρομάζει. Τότε, με μεγάλη προσοχή, σίμωσε κοντά στη βασιλοπούλα κι ακούμπησε το ξυλαράκι στην κεφαλή της, χωρίς αυτή να το νιώσει, και της λέει: «Ω, βασιλοπούλα μου, η πόρτα σου και το καντηλιέρι σου μου μιλούν, εσύ δε μου μιλείς;»
Γυρίζει κι η βασιλοπούλα και του λέει : «Φτάνει πια! Δε βαρέθηκες να μιλείς;»
Και το παλικάρι της αποκρίνεται: «Εγώ θα πω ότι δε μου μίλησες, γιατί ο πατέρας σου μπορεί να χαλάσει κι εμένα κι εσένα, επειδή βλέπεις πολλά βασιλόπουλα και πριγκιπόπουλα, που τα χάλασε γιατί δε μίλησες κανενός».
Άφησε λοιπόν και ξημέρωσε. Πήγανε τότε οι φύλακες της βάρδιας, τον ρωτήσανε και τους είπε πως η βασιλοπούλα δεν του μίλησε. Αμέσως τον πήρανε και τον πήγανε στο βασιλιά.
Το παλικάρι τότε του ζήτησε να φωνάξει τη δωδεκάδα του (12μελές βασιλικό συμβούλιο), για να κάνει μπροστά τους μια ομιλία και μετά να του πάρει την κεφαλή του.
Ο βασιλιάς του έκανε τη χάρη και φώναξε τη δωδεκάδα του. Τότε άρχισε το παλικάρι να μιλάει: «Άρχοντες, μια υπόθεση στάθηκε στον τόπο μου. Ένας παπάς, ένας ράφτης κι ένας μαραγκός πήγανε στο άβι (στο κυνήγι). Στο ρουμάνι (στο πυκνό δάσος), που βραδιαστήκανε, ήτανε μια κατοικιά. Μπήκανε λοιπόν για να περάσουν τη νύχτα τους κι είπαν πως χρειάζεται να κάνουν βάρδιες και να φυλάνε από τέσσερις ώρες ο καθένας. Του μαραγκού του έπεσε η πρώτη βάρδια. Αυτός για να τρομάξει το ράφτη, που θα έκανε τη δεύτερη βάρδια, έπιασε κι έκανε έναν άνθρωπο από ξύλο και τον έβαλε καρσί (απέναντι) στην κατοικιά. Σηκώνει μετά το ράφτη και πέφτει αυτός και πλαγιάζει.
Αφού πέρασε καμιά ώρα, είδε ο ράφτης τον ξύλινο άνθρωπο και κατάλαβε πως τον έκανε ο μαραγκός για να τον τρομάξει. Έπιασε λοιπόν και του έβαλε ένα φέσι, ένα βστ του κι άρχισε να διαβάζει. Στο μεταξύ γύρισε κι είδε τον άνθρωπο και τρόμαξε πάρα πολύ. Γονάτισε λοιπόν κι άρχισε τις προσευχές και τα παρακάλια στο Θεό. Μετά προστάζει το ξύλο και το κάνει να μιλά κι έγινε άνθρωπος σαν κι εμάς και τον πήρανε μαζί τους και τον έφεραν στη χώρα.
Εκεί πήγανε στο κριτήριο (στο δικαστήριο) γιατί ζητούσε ο μαραγκός να τονε πάρει, επειδή τον έφτιαξε, ζητούσε ο ράφτης να τονε πάρει, επειδή τον έντυσε, τον ζητούσε κι ο παπάς, επειδή τον έκανε να μιλάει. Τότε όμως έφυγα εγώ, δίχως να βγει η απόφαση. Γι’ αυτό επιθυμώ να μου πείτε, τίνος αξίζει. Του μαραγκού, που τον έφτιαξε, του ράφτη, που τον έντυσε ή του παπά, που τον έκανε και μίλησε;»
Τότε η δωδεκάδα με το βασιλιά βγάλανε απόφαση πως πρέπει να πληρωθεί ο μαραγκός για τον κόπο του, ο ράφτης για τα ρούχα του κι ο παπάς να πάρει τον άνθρωπο.
Αφού λοιπόν υπόγραψε η δωδεκάδα με το βασιλιά την απόφαση, λέει το παλικάρι:
«Μου αξίζει κι εμένα η βασιλοπούλα» - ήτανε φτωχός μα ήτανε κι έξυπνος – «που την έκανα και μίλησε». Κι αφού η απόφαση ήτανε βγαλμένη, και δεν μπορούσαν πια να τον χαλάσουν, φέρανε τη βασιλοπούλα και τη στεφανώσανε κι έκαναν γάμους και χαρές και ξεφάντωσες καλές.
Το παλικάρι έφερε και τη γιαγιά του στο παλάτι κι έτρωγε πέρδικες από κει που έτρωγε φασούλια.
(από τη συλλογή «Λαϊκά παραμύθια από τις Κυκλάδες» της Γιάννας Βλ. Σέργη, εκδόσεις «Ερίννη», Αθήνα 2005)