Τρίτη 17 Αυγούστου 2010

Περνάς καλύτερα μ' ένα παραμύθι...


Από το βιβλίο του Luis Sepulveda
«Η Ιστορία του Γάτου που έμαθε σ’ ένα Γλάρο να πετάει»* (εκδόσεις Opera)

 Από το κεφ.3  «Αμβούργο εν όψει»

   Η Κενγκά άνοιξε τις φτερούγες για να πετάξει, αλλά το κύμα ήταν πιο γρήγορο και την πήρε από κάτω. Όταν ξαναβγήκε στην επιφάνεια, το φως της μέρας είχε χαθεί, κι όταν κούνησε δυνατά το κεφάλι, κατάλαβε πως η κατάρα των θαλασσών την είχε τυφλώσει.
   Η Κενγκά με τ’ ασημιά φτερά βούτηξε πολλές φορές το κεφάλι της στο νερό, ώσπου κάποιες ακτίνες φως έφτασαν στις κόρες των ματιών της που είχαν σκεπαστεί με πετρέλαιο. Η παχύρρευστη κηλίδα, η μαύρη μάστιγα, της είχε κολλήσει τα φτερά στο σώμα, κι η Κενγκά έπιασε να κουνάει τα πόδια, με την ελπίδα να κολυμπήσει γρήγορα και να φύγει μακριά απ’ το μαύρο κύμα.
    Με όλους τους μυς της πιασμένους από την προσπάθεια, κατάφερε κάποτε να φτάσει στο τέλος της πετρελαιοκηλίδας και να ‘ρθει σ’ επαφή με το καθαρό νερό. Όταν, βουτώντας το κεφάλι στο νερό κι ανοιγοκλείνοντας συνέχεια τα μάτια, κατάφερε να τα καθαρίσει, σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον ουρανό / δεν είδε παρά κάτι σύννεφα ανάμεσα στη θάλασσα και στην απεραντοσύνη του ουράνιου θόλου. Ήδη οι συντρόφισσές της απ’ το σμήνος του Φάρου της κόκκινης Άμμου πρέπει να είχαν πετάξει μακριά – πολύ μακριά.
    Έτσι ήταν ο νόμος. Είχε δει κι ή ίδια άλλους γλάρους να μολύνονται από το θανάσιμο μαύρο κύμα, κι όσο δυνατή κι αν ήταν η λαχτάρα της να κατέβει να βοηθήσει, είχε αναγκαστεί ν’ απομακρυνθεί, υπακούοντας στο νόμο που απαγορεύει την παρουσία στο θάνατο των συντρόφων.
   Με τα φτερά τους ακίνητα, κολλημένα στο σώμα τους, οι γλάροι αποτελούσαν εύκολη λεία για τα μεγάλα ψάρια, ή πέθαιναν αργά, από ασφυξία, καθώς το πετρέλαιο έφραζε όλους τους πόρους.
   Αυτό το τέλος το περίμενε, κι η Κενγκά ευχήθηκε να την κατάπιναν αμέσως τα σαγόνια κάποιου κήτους.
   Η μαύρη κηλίδα. Η μαύρη μάστιγα. Περιμένοντας το τέλος της, η Κενγκά έπιασε να καταριέται τους ανθρώπους…

Από το κεφάλαιο 6 «Η Καλότυχη, πραγματικά καλότυχη»

   Η Καλότυχη μεγάλωσε γρήγορα και μες στα χάδια των γάτων. Ένα μήνα μετά από τότε που την πήγαν στο μαγαζί του Χάρι, ήταν μια νεαρή και σβέλτη γλαροπούλα, με ασημιά φτερά και μεταξένια.
   Όταν έρχονταν τουρίστες στο μαγαζί, η Καλότυχη, ακολουθώντας τις οδηγίες του Κολονέλο, καθόταν ήσυχη ανάμεσα στ’ άλλα πουλιά, κάνοντας πως ήταν κι αυτή βαλσαμωμένη. Τ’ απογεύματα, όμως, όταν το μαγαζί έκλεινε, κι ογερο-θαλασσόλυκος πήγαινε να πλαγιάσει, τότε η γλαροπούλα σεργιάνιζε με το ξεγοφιαστό περπάτημα των υδρόβιων πτηνών σ’ όλα τα δωμάτια, θαυμάζοντας τα χιλιάδες παράξενα αντικείμενα, ενόσω ο Ξερόλας διάβαζε του κόσμου τα βιβλία, ψάχνοντας τη μέθοδο με την οποία ο Ζορμπάς θα της μάθαινε να πετάει.
   «Η πτήση συντελείται με την απώθηση αέρα προς τα πίσω και προς τα κάτω» νιαούριζε, με τη μύτη κολλημένη στα βιβλία του. «Αχά! Αυτό είναι σημαντικό!»
   «Και γιατί δηλαδή πρέπει να πετάξω;» έκρωζε η Καλότυχη, με τις φτερούγες κολλημένες στο σώμα.
   Γιατί είσαι γλάρος – κι οι γλάροι πετάνε», νιαούριζε ο Ξερόλας. «Μου φαίνεται τρομερό να μην το ξέρεις! Τρομερό!»
   «Εγώ, όμως, δε θέλω να πετάξω» έκρωζε η Καλότυχη. «Κι ούτε θέλω να ‘μια γλάρος. Θέλω να ‘μια γάτος – κι οι γάτοι δεν πετάνε.»
   Ένα βράδυ, πήγε στο καμαράκι της εισόδου κι είχε μια δυσάρεστη στιχομυθία με το χιμπαντζή.
   «Άκου να σου πω, πουλί» στρίγκλισε ο Ματίας μόλις την είδε, «αλλού τα κακά σου!»
   «Γιατί μου το λέτε αυτό, κύριε πίθηκε;» έκρωξε αυτή ντροπαλά.
   «Γιατί τα πουλιά, μόνο αυτό κάνουν: κακά. Κι εσύ είσαι πουλί» στρίγκλισε, απολύτως βέβαιος γι’ αυτά που έλεγε.
   «Κάνεις λάθος. Είμαι γάτος – και πολύ καθαρός μάλιστα. Χρησιμοποιώ την ίδια άμμο με τον Ξερόλα» έκρωξε η Καλότυχη, ελπίζοντας να κερδίσει τη συμπάθεια του χιμπαντζή.
«Ja, Ja! Κοίτα τι πάθαμε! Αυτή η συμμορία, οι ψυλλοσακούλες, σ’ έπεισαν ότι είσαι μια από δαύτους. Μα, κοίτα το σώμα σου: εσύ έχεις δυο ποδάρια, κι οι γάτοι έχουν τέσσερα. Εσύ έχεις φτερά, κι οι γάτοι έχουν τρίχωμα. Και την ουρά; Ε; Πού τη βάζεις την ουρά; Είσαι θεόμουρλη, σαν αυτόν το γάτο που περνάει τη ζωή του διαβάζοντας και νιαουρίζοντας: «Τρομερό! Τρομερό!» Κουτορνίθι! Θέλεις λοιπόν να μάθεις γιατί σε κανακεύουν οι φίλοι σου; Γιατί περιμένουν να παχύνεις για να σε φάνε! Δε θ’ αφήσουν τίποτα – ούτε φτερό ούτε κόκαλο! στρίγκλισε ο χιμπαντζής.
   Εκείνο το βράδυ, οι γάτοι παραξενεύτηκαν που η γλαροπούλα δε ζύγωνε το αγαπημένο της φαΐ: τα καλαμάρια που της έφερνε ο Γραμματικός από το εστιατόριο.
   «Δεν πεινάς, Καλότυχη; Έχει καλαμάρια» νιαούρισε ο Ζορμπάς.
   Η γλαροπούλα δεν έλεγε ν’ ανοίξει το ράμφος της…

*: προφητικό το βιβλίο που γράφτηκε το 1996, τόσα χρόνια πριν από την μόλυνση του Κόλπου του Μεξικού…