Πέμπτη 25 Ιουλίου 2013

Ρόζαλιντ Φράνκλιν (25 Ιουλίου 1920 - 16 Απριλίου 1958) Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

.........................................................

Ρόζαλιντ Φράνκλιν (25 Ιουλίου 1920 - 16 Απριλίου 1958)

 

 

 

 

 

 

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
 
 
H Ρόζαλιντ Έλσι Φράνκλιν (Rosalind Elsie Franklin) (25 Ιουλίου 1920 - 16 Απριλίου 1958)[1] ήταν Βρετανή βιοφυσικός και κρυσταλλογράφος με ακτίνες Χ με σημαντική συμβολή στην κατανόηση των λεπτών μοριακών δομών του DNA, RNA, των ιών, του άνθρακα και του γραφίτη.[2] Το έργο της στο DNA είναι το πιο γνωστό, επειδή το DNA (δεοξυριβονουκλεϊκό οξύ) διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό των κυττάρων και τη γενετική και η ανακάλυψη της δομής του βοήθησε άλλους επιστήμονες να καταλάβουν πώς η γενετική πληροφορία περνά από τους γονείς στα παιδιά.
Η Φράνκλιν είναι περισσότερο γνωστή για το έργο της σχετικά με εικόνες περίθλασης ακτίνων Χ του DNA που οδήγησε στην ανακάλυψη της διπλής έλικας του DNA. Τα δεδομένα της, σύμφωνα με τον Φράνσις Κρικ, ήταν «τα δεδομένα που πράγματι χρησιμοποιήθηκαν» για να διατυπωθεί η υπόθεση Γουότσον και Κρικ το 1953 σχετικά με τη δομή του DNA.[3] Οι εικόνες περίθλασης ακτίνων Χ της Φράνκλιν που επιβεβαίωσαν την ελικοειδή δομή του DNA παρουσιάστηκαν στον Γουότσον χωρίς την έγκριση ή τη γνώση της. Αν και αυτή η εικόνα και ακριβή της ερμηνεία των δεδομένων παρείχε πολύτιμες πληροφορίες για την δομή του DNA, η επιστημονική συνεισφορά της Φράνκλιν στην ανακάλυψη της διπλής έλικας του DNA συχνά παραβλέπεται.[4] Ανέκδοτα σχέδια των εγγράφων της (γραμμένα ακριβώς όταν σκόπευε να φύγει από το Βασιλικό Κολλέγιο του Λονδίνου) δείχνουν ότι είχε προσδιορίσει ανεξάρτητα την συνολική Β-μορφή της έλικας του DNA και τη θέση των φωσφορικών ομάδων στο εξωτερικό της δομής. Επιπλέον, η Φράνκλιν είπε προσωπικά στους Γουότσον και Κρικ ότι οι σκελετοί έπρεπε να είναι στο εξωτερικό, μια πληροφορία η οποία ήταν αποφασιστικής σημασίας, αφού πριν τόσο οι ίδιοι όσο και ο Λάινους Πόλινγκ είχαν δημιουργήσει ανεξάρτητα μοντέλα με τις αλυσίδες μέσα και τις βάσεις προς τα έξω.[5] Ωστόσο, η δουλειά της δημοσιεύθηκε τρίτη στη σειρά τριών δημοσιεύσεων για DNA στο Nature, με την κύρια δημοσίευση των Γουότσον και Κρικ μόνο να υπονοεί τη συμβολή της στην υπόθεσή τους.[6]
Μετά το πέρας τμήμα της των εργασιών για το DNA, η Φράνκλιν πραγματοποίησε πρωτοποριακή εργασία σχετικά με τον ιό μωσαϊκού του καπνού και τον ιό της πολιομυελίτιδας. Πέθανε το 1958, σε ηλικία 37 ετών, από καρκίνο των ωοθηκών.

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

70 χρόνια από τη μαζικότερη αντιστασιακή κινητοποίηση της Κατοχής (22 Ιουλ 2013 | tvxsteam tvxs.gr)

..............................................................

70 χρόνια από τη μαζικότερη αντιστασιακή κινητοποίηση της Κατοχής

tvxs.gr/node/134053
 
 
 
Σπάνια βλέπουμε την Αντίσταση κατά την περίοδο της Κατοχής ως ένα τεράστιο ηθικό, πολιτικό και ψυχολογικό δίλλημα που έθεσε τις επιλογές, διαμόρφωσε τις συνειδήσεις και καθόρισε τις ζωές των ανθρώπων: Αντίσταση ή υπακοή; Δράση ή αναμονή; Τον πρώτο χρόνο της Κατοχής, κάθε αντίσταση ενάντια στον κατακτητή φαινόταν μάταιη. Ο αήττητος στρατός της ναζιστικής Γερμανίας κατέλαβε αστραπιαία σχεδόν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Οι υποστηρικτές της υπακοής απέναντι στους κατακτητές και της στάσης αναμονής έως τη λήξη του πολέμου δικαιώνονταν από τις εξελίξεις. Του Μενέλαου Χαραλαμπίδη
Η κατάσταση επιδεινώθηκε με το ξέσπασμα του κατοχικού λιμού. Η τρομοκρατία της πείνας και των 50.000 περίπου νεκρών, διέγραψε το δίλλημα αυτό από τις σκέψεις των λιμοκτονούντων Αθηναίων. Τα λαϊκά στρώματα γνώρισαν την απόλυτη ανθρωπιστική κρίση της βιολογικής εξόντωσης, τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης εξανεμίζονταν από τον πληθωρισμό και η ακίνητη περιουσία της πωλούνταν στους μαυραγορίτες, ακόμη και μερίδα των μεγαλοαστών του Μεσοπολέμου έχασε τις επιχειρήσεις της που έκλειναν λόγω των τεραστίων ελλείψεων σε πρώτες ύλες και εμπορεύματα. Η πλήρης εξαθλίωση βύθιζε την ελληνική κοινωνία σε αδράνεια. Η καθημερινότητα αναλωνόταν στην προσπάθεια εξεύρεσης τροφίμων. Φαίνεται λοιπόν ότι είχε δίκιο ο Γιόζεφ Γκαίμπελς, όταν έγραφε στο ημερολόγιό του:  «Οι κάτοικοι των κατεχόμενων περιοχών είναι βουτηγμένοι στις υλικές έγνοιες. Η πείνα και το κρύο είναι στην ημερήσια διάταξη. Άνθρωποι που η μοίρα τους έχει χτυπήσει τόσο σκληρά, σε γενικές γραμμές δεν κάνουν επαναστάσεις».[1]
Η εξέλιξη που ανέστρεψε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα, που επανέφερε το δίλημμα αντίσταση ή υπακοή, δεν ήταν η απόλυτη απόγνωση και εξαθλίωση του πληθυσμού, αλλά η εμφάνιση της οργανωμένης αντίστασης. Στην Αθήνα, από την άνοιξη του 1942, με την ύφεση του λιμού, οι αντιστασιακές οργανώσεις δραστηριοποιούμενες στους χώρους εργασίας και εκπαίδευσης, κατάφεραν να κινητοποιήσουν μια κρίσιμη μάζα ανθρώπων, που αποτέλεσε τη βάση για την ανάπτυξη του μαζικότερου αντιστασιακού κινήματος πόλεων πανευρωπαϊκά. Οι συνεχείς μικρές και μεγάλες κινητοποιήσεις έφτασαν στο απόγειό τους τον Φεβρουάριο-Μάρτιο  του 1943, όταν ο αγώνας ενάντια στην πολιτική επιστράτευση οδήγησε στην απόσυρσή της και την αποφυγή της αποστολής δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων στα γερμανικά εργοστάσια για καταναγκαστική εργασία.[2] Η μεγάλη νίκη της Αντίστασης, σε συνδυασμό με την κατάρρευση της φασιστικής Ιταλίας, αναπτέρωσε τις ελπίδες του κατεχόμενου λαού. Η Αντίσταση κέρδιζε ανέλπιστες, μέχρι πριν λίγους μήνες, νίκες, πείθοντας όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού για το αναγκαίο της δράσης της. Το δίλημμα αντίσταση ή υπακοή έμπαινε ξανά με διαφορετικούς πλέον όρους.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, η είδηση της επικείμενης επέκτασης της ζώνης της Βουλγαρικής Κατοχής στην Κεντρική Μακεδονία εμφάνιζε ένα νέο μεγάλο κίνδυνο. Οι γερμανικές αρχές, προσπαθώντας να αναπληρώσουν το κενό που άφηναν οι Ιταλοί αποχωρώντας από την Ελλάδα, στράφηκαν προς τη σύμμαχο Βουλγαρία. Για τον ελληνικό λαό, που γνώριζε τη σκληρότητα της βουλγαρικής Κατοχής, η εξέλιξη αυτή έκρυβε τεράστιους κινδύνους. Στην Αθήνα, η κινητοποίηση των αντιστασιακών οργανώσεων, και κυρίως του ΕΑΜ, που είχε λάβει πλέον μαζικές διαστάσεις, ήταν άμεση και δυναμική: προκήρυξη γενικής απεργίας και διαδήλωσης στις 22 Ιουλίου 1943.
Τις ημέρες που προηγήθηκαν οι αντιστασιακές οργανώσεις, σε συνοικίες, εργοστάσια και εκπαιδευτικά ιδρύματα, μοίρασαν χιλιάδες προκηρύξεις και έγραψαν συνθήματα σε τοίχους προς διαφώτιση των πολιτών. Παράλληλα, καθόρισαν τόπους προσυγκεντρώσεων και δρομολόγια διαδηλωτών προς το κέντρο της πόλης σε αυστηρά καθορισμένη ώρα.
Το πρωινό της 22ας Ιουλίου, η συμμετοχή του κόσμου ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Στις 10 το πρωί, φτάνοντας στο κέντρο, οι διαδηλωτές κατάλαβαν το μέγεθος της κινητοποίησης. Μια πυκνή μάζα τουλάχιστον 100.000 ανθρώπων γέμισε την Πανεπιστημίου από την Ομόνοια μέχρι τα Προπύλαια και τους παρακείμενους δρόμους.
Οι κατακτητές και η δωσίλογη κυβέρνηση Ράλλη επιχείρησαν, κάνοντας επίδειξη δύναμης, να δείξουν ότι η επικείμενη κατάρρευση της Ιταλίας δεν συνεπάγονταν τη χαλάρωση της κατοχικής πολιτικής. Γερμανικές και ιταλικές δυνάμεις, χωροφύλακες και το Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων βρίσκονταν σε επιφυλακή. Οι διαδηλωτές επιδίωξαν να φτάσουν στη Βουλγαρική Πρεσβεία, στην πλατεία Ρηγίλλης, ανεβαίνοντας την Πανεπιστημίου και συνεχίζοντας στη Βασιλίσσης Σοφίας. Όταν η κεφαλή της διαδήλωσης έφτασε στο ύψος της Ομήρου, δέχτηκε πυρά από στρατιωτικό όχημα που έφερε στην καρότσα του πολυβόλο: «Νεκροί έπεφταν, τραυματίες κραύγαζαν από πόνο και το αίμα έρρεε άφθονο στην άσφαλτο. […] Ο κόσμος έντρομος και πανικόβλητος άρχισε να υποχωρεί “πατείς με πατώ σε”. Μάταια προσπαθούσε να βρει εξόδους διαφυγής».[3]
Ο πανικός κορυφώθηκε όταν ένα θωρακισμένο όχημα εμβόλισε τους διαδηλωτές, τραυμάτισε την εργάτρια και επονίτισσα Παναγιώτα Σταθοπούλου και στη συνέχεια πέρασε πάνω από το σώμα της, συνθλίβοντάς την. Οι ριπές των πολυβόλων σκότωσαν στην οδό Ομήρου τον Επονίτη, φοιτητή της Ανωτάτης Εμπορικής, Θεωνά Μαυρομματίδη, ενώ την ίδια στιγμή, στο απέναντι πεζοδρόμιο, μπροστά από το Οφθαλμιατρείο, έπεφτε νεκρός ο Επονίτης Θωμάς Χατζηθωμάς, σπουδαστής του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Πολυτεχνείου. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά, χτυπώντας στο ψαχνό, οι κατακτητές και οι συνεργάτες τους σκότωσαν τον Θανάση Τεριακή, σπουδαστή του Τμήματος Μηχανολόγων-Ηλεκτρολόγων ΕΜΠ, την Κούλα Λίλη, φοιτήτρια της Γαλλικής Ακαδημίας, την Ε. Αντωνιάδου, φοιτήτρια, τον Ιωάννη Κατσαρό (όλοι τους μέλη της ΕΠΟΝ), τον Αντώνη Παπαδοσταυράκη, ανάπηρο του Αλβανικού Μετώπου, μέλος του ΕΑΜ Αναπήρων, τον Δημήτρη Δουκάκη, ξυλουργό,  τον Αλέξανδρο Δεσύπρη, εφαρμοστή και  τον Χρήστο Κοντό, επιπλοποιό.[4] Οι νεκροί ξεπέρασαν τους 15 και οι τραυματίες τους 60. Αρκετοί τραυματίες φυγαδεύτηκαν από συναγωνιστές τους στην πλατεία Ομονοίας για να μην πέσουν στα χέρια των κατακτητών. Από εκεί μεταφέρθηκαν σε νοσοκομεία όπου γιατροί, μέλη του ΕΑΜ, τους χειρούργησαν και στη συνέχεια τους διοχέτευσαν σε ασφαλή σπίτια.
Την επομένη με ανακοίνωσή της η Comando Piazza Αθηνών ανέφερε ότι «κατόπιν της ανοήτου χθεσινής αποπείρας προς διατάραξιν της δημοσίας τάξεως εν Αθήναις, διετάχθη όπως από της χθες και μέχρι νεωτέρας διαταγής η ελευθέρα κυκλοφορία των πολιτών λήγη την 8ην μ.μ. ώραν».[5] Η δωσίλογη κυβέρνηση έσπευσε να ανταμείψει τη δράση των Σωμάτων Ασφαλείας ενάντια στους διαδηλωτές, μοιράζοντας προαγωγές για την «αποτελεσματική συμπλοκή μετά ταραξιών και διαδηλωτών κατά τας σκηνάς της 22ας Ιουλίου 1943» και τη συμβολή τους «εις την αποκατάστασιν της τάξεως».[6]
Η διαδήλωση της 22ας Ιουλίου 1943 ήταν η τελευταία αντιστασιακή κινητοποίηση αυτού του είδους. Οι νεκροί και η τρομοκρατία που ασκούσαν οι δυνάμεις Κατοχής κατά τη διάρκεια των μαζικών κινητοποιήσεων οδήγησε το ΕΑΜ στην αλλαγή της αντιστασιακής του τακτικής. Από το σημείο αυτό και μετά το κέντρο βάρους της Αντίστασης μετατοπίστηκε στις συνοικίες, λαμβάνοντας, πέρα από πολιτικό, και ένοπλο χαρακτήρα. Η διαδήλωση της 22ας Ιουλίου  έδειξε στους αντιπάλους του λαϊκού κινήματος, ότι το ΕΑΜ δεν μπορούσε να ηττηθεί με πολιτικούς όρους. Η λύση που επιλέχθηκε ήταν η ένοπλη καταστολή του από τα ελληνικά Σώματα Ασφαλείας, λύση που οδήγησε στις εμφύλιες συγκρούσεις του τελευταίου χρόνου της Κατοχής. Το δίλημμα αντίσταση ή υπακοή είχε πλέον απαντηθεί από την πλειοψηφία του αθηναϊκού λαού.
* Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης είναι οικονομολόγος, διδάκτορας ιστορίας του Παν. Αθηνών και συγγραφέας του βιβλίου Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα (εκδ. Αλεξάνδρεια).

[1] Παρατίθεται στο Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της Κατοχής, μετ. Κώστας Κουρεμένος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994, σ. 115.
[2] Για μια αναλυτική παρουσίαση των κινητοποιήσεων ενάντια στην πολιτική επιστράτευση, βλ. Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Η Εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2012, σ. 166-172.
[3] Γιώργος Φέττας, «Αναμνήσεις από τους αγώνες του αθηναϊκού λαού στα χρόνια της Κατοχής. Η διαδήλωση της 22ης Ιούλη 1943», Εθνική Αντίσταση, τ.  79, Απρίλιος-Ιούνιος 1993, σ. 33.
[4] Αρχείο Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ.
[5] Πρωία, 24 Ιουλίου 1943.
[6] Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, 42/17.2.1944, τεύχος Γ΄.

Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

Το Άουσβιτς μέσα από τα μάτια ενός παιδιού (21 Ιουλ 2013 | tvxsteam tvxs.gr)

..............................................................

Το Άουσβιτς μέσα από τα μάτια ενός παιδιού

tvxs.gr/node/134014
 
 


Όταν ήταν παιδί στάλθηκε στο Άουσβιτς. Δεν ξέχασε ποτέ τις εικόνες και τα όνειρα που στιγμάτισαν αυτή την περίοδο της ζωής του. Ο ακαδημαϊκός στην Ιερουσαλήμ, Otto Dov Kulka, έχει γράψει ένα ιδιαίτερο βιβλίο για τη ζωή του στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, με τίτλο «Τοπία της Μητρόπολης του Θανάτου: Σκέψεις για τη Μνήμη και τη Φαντασία».
«Αυτό είναι το τοπίο των παιδικών μου χρόνων», λέει ο Kulka. Στην ερώτηση αν νοσταλγεί το Άουσβιτς απαντά: «Λοιπόν ναι! Το Άουσβιτς ήταν η παιδική μου ηλικία! Έμαθα πώς να γίνω ανθρωπιστής στο Άουσβιτς».




Ο Otto Dov Kulka γεννήθηκε τον 
Απρίλιο του «μοιραίου», όπως το χαρακτήριζε, 
έτους του 1933 στην μικρή τσεχική πόλη Novy 
Hrozenkov. Τον Ιανουάριο του ίδιου έτους 
οι ναζί είχαν καταλάβει την εξουσία.  


Η φωτογραφία τραβήχτηκε από έναν οδηγό 
ταξί κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στο 
στρατόπεδο συγκέντρωσης το 1978, όταν 
ακόμη ήταν κατεστραμμένο.

Στο βιβλίο του, ο Kulka δεν καταπιάνεται με τον πόνο των θυμάτων ή τα κίνητρα των εγκληματιών Ναζί. Προσπαθεί να δει αυτές τις μνήμες της παιδικής του ηλικίας από την σκοπιά του εξωτερικού παρατηρητή. Κάνει κατά κάποιο τρόπο μια αυτό-ψυχανάλυση, ανακαλώντας εικόνες και σκηνές και αναρωτώμενος σχετικά με τη σημασία τους, αν και αυτά τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα.


H μητέρα του Kulka, Elly, το 1939.

Στο βιβλίο του περιγράφει μια οδυνηρή σκηνή: Η μητέρα του αναχωρεί από το Άουσβιτς για άλλο στρατόπεδο εξόντωσης, όπου τελικά θα πεθάνει. «Φορούσε ένα λεπτό φόρεμα που κυμάτιζε στο ελαφρύ αεράκι και την έβλεπα καθώς περπατούσε και χανόταν με την απόσταση», γράφει. «Περίμενα να γυρίσει το κεφάλι της, περίμενα κάποιου είδους σινιάλο. Δεν γύρισε το κεφάλι της… Δεν μπορούσα να καταλάβω… Το σκεφτόμουν αυτό μετά και το σκέφτομαι ακόμη και σήμερα: Γιατί δεν γύρισε το κεφάλι της έστω μία φορά;».



Σε μια άλλα σκηνή του βιβλίου, αυτή τη φορά στο παιδικό στρατόπεδο στο Άουσβιτς, ένας εβραίος άνδρας, ο Imre, μαθαίνει στα παιδιά την «Ωδή στη Χαρά» από την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν. Ως κάτι αντιφατικό, να ακούγεται μια ωδή στη χαρά ανάμεσα στις καπνοδόχους του κρεματορίου του στρατοπέδου, ο Kukla ερμήνευσε αυτήν την πράξη ως «ακραίο σαρκασμό».

Ο Kulka συνδέει εικόνες και ερωτήματα, στο βιβλίο του, ανάμεσα σε ποιήματα και φωτογραφίες που τράβηξε ο ίδιος το 1978, στην τελευταία του επίσκεψη στο Άουσβιτς. Αυτό το βιβλίο αποτελεί μια φρενίτιδα από σκηνές και σκέψεις. Υπό αυτή την έννοια αντανακλά την αναζήτηση του συνειρμικού και ακανόνιστου τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι βιώνουν στην πραγματικότητα τη μνήμη.



Φωτογραφία χωρίς ημερομηνία, από την κύρια είσοδο του ναζιστικού στρατόπεδου συγκέντρωσης, 
που απελευθερώθηκε τον Ιανουάριο του 1945.
 

Το βιβλίο γίνεται ακόμη πιο συναρπαστικό όταν ο αναγνώστης μαθαίνει ποιος είναι ο συγγραφέας και τι έχει κάνει ως τώρα στη ζωή του. Ως ομότιμος καθηγητής της Εβραϊκής Ιστορίας στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ, ο Kulka αφιέρωσε ολόκληρη την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία ψάχνοντας για εξηγήσεις για τα εγκλήματα των Ναζί.


Η κύρια είσοδος του στρατοπέδου συγκέντρωης, που οι κρατούμενοι ονόμαζαν «η πύλη του θανάτου».
 

Το βιβλίο του Kulka εκδόθηκε στα ογδοηκοστά του γενέθλια. Πολλοί λίγοι από τους συναδέλφους του ήξεραν ότι ο καθηγητής ήταν επιζών από το Άουσβιτς και ότι ο ίδιος είχε καταθέσει ως μάρτυρας στην πρώτη δίκη του Άουσβιτς στη Φρανκφούρτη το 1964.


 
Φωτογραφία, άγνωστης ημερομηνίας, με κρατουμένους στο Άουσβιτς πριν από τη μεταφορά τους 
για καταναγκαστική εργασία.

Η μητέρα του Kulka υπέγραψε εθελοντικά για τη μεταφορά τους στο Άουσβιτς, επειδή δεν ήθελε να χωριστούν από τα άλλη μέλη της οικογένειας. Όταν έφτασαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, στις 7 Σεπτεμβρίου του 1943, έγινε ξεκάθαρο ότι αυτό θα ήταν το τέλος. Μόνο ένας νόμος ίσχυε εκεί, «ο νόμος του Μεγάλου Θανάτου», όπως λέει ο Kulka.


 
Αυτή η φωτογραφία, από το 1944, δείχνει Ναζί να επιλέγουν κρατουμένους στην είσοδο του 
στρατοπέδου εξόντωσης
 
********

Πηγή: Spiegel Online
Μετάφραση:
Tvxs-Κατρίν Αλαμάνου

Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

Άλμπερτ Κουράντ: Ο άνθρωπος που κινηματογράφησε το τανκ στο Πολυτεχνείο (20 Ιουλ 2013 | tvxsteam tvxs.gr)

.............................................................

Άλμπερτ Κουράντ: Ο άνθρωπος που κινηματογράφησε το τανκ στο Πολυτεχνείο
tvxs.gr/node/133983
 



Ο Άλμπερτ Κουράντ έχει γυρίσει το φιλμ που έχει προβληθεί τις περισσότερες φορές στην Ελλάδα, διαμορφώνοντας συνειδήσεις και την ιστορία. Χωρίς τις εικόνες από το φιλμ, η μεταπολιτευτική πορεία της χώρας ίσως ήταν διαφορετική: πρόκειται για τα 35 δευτερόλεπτα της εισβολής του τανκ στο Πολυτεχνείο, τον Νοέμβριο του 1973.

Γεννήθηκε το 1928 στο Άμστερνταμ και εργαζόταν ως δημοσιογράφος από το 1955. Παντρεμένος με την Ελένη Νικολοπούλου,το 1965 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα και εργάστηκε ως ανταποκριτής στην Αθήνα για την ολλανδική και τη βελγική τηλεόραση καθώς και για ολλανδικές εφημερίδες.

Κατά την περίοδο της επταετίας, αντίθετα με πολλούς συναδέλφους του ξένους ανταποκριτές όπως ο διαβόητος Μαρκ Μαρσώ της Le Monde,όχι μόνο συνέχισε να καταγράφει τα βασανιστήρια και τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά προσπάθησε να βοηθήσει την ελληνική αντίσταση. Η χούντα τον απέλασε δυο φορές από την Ελλάδα, για να επανέρχεται πάντα κάτω από κινηματογραφικές συνθήκες. Στην πρώτη από αυτές τις επιστροφές, μπόρεσε να καταγράψει την ιστορική στιγμή, από ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο Ακροπόλ.
 
Για την αντιδικτατορική του δράση, τιμήθηκε με παράσημο από τον βασιλιά του Βελγίου και τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας,τον Σύνδεσμο Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών 1967-1974 και την Ένωση Ανταποκριτών Ξένου Τύπου. Ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος χιούμορ και αγάπη για την ζωή. Πέθανε στις 13 Ιουλίου στο Άμστερνταμ.

Η συνέντευξη στον Στέλιο Κούλογλου που ακολουθεί, ήταν από τις τελευταίες που έδωσε.

Ήρθα στην Ελλάδα πριν το πραξικόπημα του 1967 και με τα Ιουλιανά είδα τις διαδηλώσεις, αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα..Είπα τότε: τι ζωηρός λαός είναι αυτός;
Οταν έγινε η χούντα από την πρώτη στιγμή που βγήκαν τα τανκς στον δρόμο, άρχισα να παίρνω πολλές συνεντεύξεις με ανθρώπους που πήγαν φυλακή, που ύστερα έγιναν φίλοι μου,πολλοί δεν υπάρχουν πιά... Το φιλμ για το Πολυτεχνείο δεν ήταν το πρώτο που έκανα. Έκανα 10-15 φιλμ, τα χάρισα στην ΕΡΤ, πρέπει να είναι ακόμα εκεί.

Μετά την 21η Απριλίου μας καλούσαν σε συνεντεύξεις, του Παπαδόπουλου του έκανα δύσκολες ερωτήσεις. Είχε πάει στην Αμερική τότε και τον ρώτησα: «Κύριε Πρόεδρε, οι Αμερικανοί δεν είχαν ερωτήσεις για την κατάσταση στην Ελλάδα;»

Τον Παττακό τον είχαν για πλάκα, θυμάμαι μία μέρα κάλεσαν όλους τους ξένους ανταποκριτές στις 5 το πρωί. Και πήγαμε εκεί, καθόταν με το βλακώδες χαμόγελο και δεν είπε τίποτα...Πέρασε ένα τέταρτο, 20 λεπτά και λέω «Κύριε Πρόεδρε, αφού μας σηκώσατε τόσο νωρίς, έχετε κάτι σοβαρό να μας πείτε. Ίσως να γυρίσετε στον στρατό, παραδίδοντας την εξουσία στους πολιτικούς».. « Ήθελα να σας πω καλημέρα μόνο», απάντησε. Οταν είχε πέσει η Χούντα, πήγα στο σπίτι του. Χτύπησα το κουδούνι και λέει «εσύ πάλι; Γιατί έρχεσαι;». Λέω «Ήμουν οπαδός σας.» Και γέλασε. Γιατί είχε κάτι, δεν ήταν τόσο κακός άνθρωπος, όσο ο Παπαδόπουλος

 
Ο Παπαδόπουλος, τι τύπος ήταν;
 
Μόνο να’βλεπες τα μάτια του, ήταν καλός για το τρελοκομείο, δεν μπορούσες να μιλήσεις μαζί του. Αγαπούσε πάρα πολύ τον εαυτό του, μία μέρα είχε μαζέψει όλα τα παιδιά του γυμνασίου στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Ηταν υποχρεωτικό να’ ρθούν, αλλοιώς έπρεπε να φέρουν χαρτιά ότι είναι άρρωστοι. Το στάδιο ήταν γεμάτο και άρχισε ο δικτάτορας να μιλάει «Έλληνες Ελλήνων Χριστιανών...» και άρχισαν τα παιδιά να φωνάζουν τα σλόγκαν, τα γελοία συνθήματα της Χούντας και δεν τον άφησαν να μιλήσει. Τα παιδιά δεν σταμάτησαν , τον γελοιοποίησαν και αυτός έφυγε. Ποτέ δεν το ξαναέκανε αυτό. Και δεν το ήξερε ο κόσμος, δεν το είπε το ραδιόφωνο και ο κόσμος δεν το ήξερε αλλά εγώ το φιλμάρισα.
 
Για πέστε μου για τους ανταποκριτές και τους δημοσιογράφους τότε. Είχε η Le Monde έναν διαβόητο ανταποκριτή...
 
Ο Μαρσώ, τώρα μπορώ να μιλήσω ελεύθερα γι’ αυτόν, ήταν Χουντικός, αλλά για άλλους δεν θα μιλήσω γιατί δεν είναι νεκροί ακόμα. Ηταν χρόνια εδώ, μπορεί μέσα τους να είναι δημοκρατικοί αλλά είχαν οικογένεια, πολλοί ήταν παντρεμένοι με Ελληνίδες και ήταν το ψωμί τους.
 
Και για τους Έλληνες δημοσιογράφους, το ίδιο ισχύει...
 
Διέτρεχαν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο από τους ξένους. Οι Έλληνες δημοσιογράφοι που έχω γνωρίσει, τους περισσότερους τους έχω θαυμάσει. Τους άλλους .δεν ήθελα να τους γνωρίσω κι αυτοί δεν ήθελαν να με γνωρίσουν. Αλλά τι μπορούσαν να κάνουν; Εμείς οι ξένοι μπορούσαμε να κάνουμε, να γράφουμε και όλα αυτά και μερικοί από μας το κάνανε, άλλοι οχι.. Αλλά η δική μου η συνείδηση δεν μου είχε επιτρέψει να είμαι παθητικός.
 
Έκανα, επί Χούντας, το αναγνωρίζω, πράγματα που δεν κάνει ένας δημοσιογράφος. ‘Ένας δημοσιογράφος πρέπει να είναι ουδέτερος, να γράφει τα πράγματα όπως τα βλέπει και μετά στοπ. Αλλά εγώ μάζευα λεφτά στους ανθρώπους που είχαν υποφέρει από την δικτατορία, που έβγαιναν από την φυλακή και δεν είχαν δραχμή.Δεν ήταν αρμοδιότητας δημοσιογράφων και γι’ αυτό μου έχουν κάνει κριτική οι συνάδελφοί μου εδώ και σε αυτό έχουν δίκιο, το αναγνωρίζω.
 
Στην κατάληψη της Νομικής φάγατε ξύλο όμως...
 
Στην κατάληψη της Νομικής άρχισαν να χτυπάνε τους ανθρώπους και εμένα με πιάσανε και αφου με δείρανε πολύ με βάλανε σε μία κλινική, εκεί απέναντι από την ΕΣΑ, πως λέγεται ο μεγάλος δρόμος;
 
Βασιλίσσης Σοφίας;
 
Εκεί. Με βάλανε στην κλινική και μου κάνανε ανάκριση. . Με ρωτούσαν «τι θα κάνουνε οι φοιτητές τώρα;». «Δεν ξέρω εγώ, δεν με έχουν ειδοποιήσει τι θα κάνουν.». «Και τι σκοπό έχουν; Τι θέλουν;». Λέω: «Ελευθερία. Μόνο ελευθερία.».
Ηταν και φοιηττές τραυματισμένοι και πήγαιναν να χτυπήσουν τα παιδιά στα κρεβάτια τους. Πως μπορείς να πας με το γκλομπ να χτυπήσεις ανθρώπους που είναι τραυματισμένοι στο κρεβάτι; Μόνο επειδή είχαν φωνάξει «Ελευθερία».

Και μετά την Νομική σας έδιωξαν από την Ελλάδα.
 

Τον Μάρτιο του 73. Πριν με διώξουν μου τηλεφωνούσαν, με απειλούσαν, «γύρισε στην πατρίδα σου». Είχα φίλους που με βοηθούσαν, μερικές φορές δεν τολμούσα να βγω μόνος μου γιατί φοβόμουν ότι θα με πιάσουνε στο δρόμο και θα μου κάνανε κακό. Και είχα 2-3 φοιτητές που με συνόδευαν από το σπίτι μου.

Μία, δύο, τρεις φορές, στο τέλος με διώξανε, πηγαίνοντας στο αεροδρόμιο και αυτό ήταν συγκινητικό, δεκάδες φοιτητές να με συνοδεύουν. Κι όταν ήρθα στο Άμστερνταμ, ήταν γεμάτο δημοσιογράφους...όχι ότι είμαι σπουδαίος αλλά είναι ένα γεγονός.

Ξέρετε ακόμη και στην Ολλανδία και η Σκανδιναβία που ήταν πιο δημοκρατικές χώρες, πολλοί λέγανε ότι οι Ελληνες είναι απείθαρχοί και καλά τους κάνουν οι συνταγματάρχες, άλλωστε χειρίζονται τους διαφωνούντες με το γάντι. Ακόμα τον Παναγούλη δεν τον εκτέλεσαν.Η μεγάλη πρσοφορά της Νομικής Σχολής και του Πολυτεχνείου ήταν ότι έδειξαν στον έξω κόσμο το πραγματικό πρόσωπο της χούντας.


Και στο Πολυτεχνείο, πριν καταγράψατε την σκηνή με το τανκ, τότε πως ήταν το κλίμα;

Είχα νοικιάσει δωμάτιο στο ξενοδοχείο “Ακροπόλ” απέναντι από το Πολυτεχνείο. Ηταν η νύχτα του Βαρθολομαίου, ήταν άνθρωποι με πολύ θάρρος, δεν ήταν μόνο φοιτητές, ήταν μικρά παιδιά 15 ετών, 12 ετών, ο Κομνηνός.....καμία φορά που το σκέφτομαι συγκινούμαι.

Και ήταν κατά τις 8 που άρχισαν να πέφτουν σφαίρες από παντού. Μας φέρανε μέσα μία κοπέλα, είχε χτυπηθεί στον λαιμό της, μία τουρίστρια που ήρθε στην Ελλάδα και πήγε στον ΟΤΕ να τηλεφωνήσει στη μαμά της ότι πέρασε ωραία στην Ελλάδα. Και πέθανε, πέθανε μπροστά μου.

Στο δωμάτιό μου, είχανε έρθει πολλά παιδιά, μικρά παιδιά, μεγαλύτερα, φοιτητές και τους έκρυψα. Υστερα ήρθαν τα τανκς τα φοβερά, τα τέρατα μπροστά, αυτά μου έδωσαν το φως να τραβήξω το φιλμ, χωρίς το φως τους δεν θα είχε γίνει ποτέ αυτό το φιλμ.

Την επόμενη μέρα δεν μπορούσα να φύγω από το ξενοδοχείο και κρύφτηκα εκεί. Το προσωπικό του ξενοδοχείου, είχε πάρα πολύ θάρρος, μου φέρνανε φαγητό, η τηλεφωνήτρια μου έκανε σύνδεση με την Ολλανδία αλλά δεν δούλευα μόνο για την Ολλανδία, δούλευα και για το Βέλγιο, άκουσαν τα γεγονότα σε όλη την Ευρώπη


Και το φιλμ πως το στείλατε;

Δύο μέρες μετά την εισβολή στο Πολυτεχνείο, κρυβόμουν ακόμα αλλά δεν μπορούσα να βγω γιατί ήταν αστυνομία απ’ έξω και τηλεφώνησα στην ολλανδική πρεσβεία και είπα «κάντε μου μια χάρη, ελάτε να με πάρετε.» Και ήρθε ένα μεγάλο αυτοκίνητο με τη σημαία πάνω και με πήρανε. Μετά το έστειλα στο εξωτερικό.

Και μετά σας ξαναδιώξανε...

Με φώναξε ένας αστυνομικός και μου είπε: «πρέπει να φύγετε από την Ελλάδα, το έχετε παρακάνει.» Λέω: «Τι έχω κάνει;». Έκανα τον ανήξερο. «Εσύ το ξέρεις πολύ καλύτερα από μένα και να φύγεις γιατί θα σε συλλάβουμε πάλι και δεν θα περάσεις ωραία.» Αλλά εγώ πήγα σπίτι μου και δούλευα, σαν να μην έτρεχε τίποτα. Και μία μέρα ήταν αρχές του ’74, ήρθαν σπίτι 4 μπάτσοι και είπαν να φύγεις αύριο και αν δεν έχεις φύγει θα σε συλλάβουμε.

Ετσι πήγα στην Κύπρο κι εκεί ο Μακάριος, αμέσως με φώναξε μου είπε «ξέρω όλες τις περιπέτειες που έχεις περάσει στην Ελλάδα, κάθισε εδώ. Θα σου πληρώσουμε το ξενοδοχείο, ότι θέλεις.» Μετά έφυγα, πήγα στην Ολλανδία, πήγα να δω τους ανθρώπους που ήταν στην εξορία,η λαίδη Φλέμινγκ στην Αγγλία, στην Γαλλία ο Θεοδωράκης και πολλοί πολλοί άλλοι.

Αλλά τι να κάνω στο εξωτερικό, δεν είχε δράση και γύρισα κρυφά στην Ελλάδα. Στο αεροδρόμιο οι αστυνομικοί το κατάλαβαν αλλά είπαν μόνο: «Welcome, welcome!» Και δεν έκαναν τίποτα. Ξέρεις εκείνη την εποχή, είχαν αλλάξει, οι άνθρωποι δεν πίστευαν πια στη Χούντα, ο ένας βοήθουσε τον άλλον, ήμασταν προς τον δρόμο της δημοκρατίας. Τον Ιούλιο του ’74 με το πραξικόπημα στην Κύπρο ξαναήρθαν στο σπίτι μου και είπαν θα φύγεις αύριο γιατί δεν θα ζήσεις ούτε μία μέρα. Την άλλη μέρα αυτοί είχαν φύγει κι εγώ έμεινα. Γιατί είχε πέσει ή Χούντα.

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Οι ομπρέλες που μεταμόρφωσαν μια μικρή πόλη (http://www.lifo.gr, 11/7/2013)

................................................................

 Οι ομπρέλες που μεταμόρφωσαν μια μικρή πόλη

Στη μικρή πόλη της Πορτογαλίας Agueda, όπου γίνεται ένα φεστιβάλ μουσικής και τέχνης από τις 6 έως τις 28 Ιουλίου. Η εγκατάσταση με τις πολύχρωμες ομπρέλες που σκεπάζουν δρόμους της πόλης εντυπωσιάζει τους επισκέπτες.