Δευτέρα 20 Μαρτίου 2017

"Η Νύχτα και το αβγό" η κατά Διονύσιον Σαββόπουλον "Θεογονία" του Ησιόδου - παραμυθία δια παιδία μικρά και μεγάλα!...

........................................................









·       Η Νύχτα και το αβγό


στην αρχή ήταν νύχτα.

Η Νύχτα ήταν η αρχή.

Κι ένας μεγάλος  Άνεμος σηκώθηκε,

και χώθηκε βαθιά μέσα στη Νύχτα

και τότε η Νύχτα, λες κι ήτανε πουλάκι,

γέννησε ένα αβγό.

Ένα ασημένιο αβγό.



Σπάει το αβγό

και πετιέται από μέσα

ένας μικρός

φωτεινός

θεός

με χρυσά φτερά·

το όνομά του, το πιο αγαπημένο απ’ όλα:

Έρως.



Μετά τον είπανε και Φάνη,

γιατί φανέρωσε στο φως του,

ό,τι άλλο ήταν μες στο αβγό.

Τι άλλο ήταν μες στο αβγό;

Ήταν ο Ουρανός και η Γη!

Βγήκε ο Ουρανός και στάθηκε ψηλά

με όλα του τ’ αστέρια,

κι αποκάτω του ξεμύτισε η Γη,

με τις κοιλάδες της και τα βουνά της

και τον ωκεανό

που την έζωσε γύρω-γύρω,

μ’ όλα τα ποτάμια

και μ’ όλα τα νερά

που κυλούσαν ασταμάτητα και τελειωμό δεν είχαν,

γιατί, αφού γυρίζαν γύρω-γύρω,

εκεί που φτάνανε στο τέλος τους

εκεί ήταν και η αρχή τους.



Δείτε τώρα τι έκανε ο Έρωτας·



έκανε τον Ουρανό να ποθήσει τη Γη,

να θέλει να πλαγιάσει στο κρεβάτι της

μαζί της.



Έτσι γεννήθηκαν οι Τιτάνες,

έτσι γεννήθηκαν και οι Τιτανίδες,

τα παιδιά του Ουρανού και της Γης.

Ήταν παιδιά φρικτούτσικα, γιγάντια κι ατίθασα.

Κι επίφοβα γιατί δεν είχαν κανόνες γύρω τους

δεν είχαν νόμους για να τα συμμαζεύουν.



Δεν είχε τάξη ακόμα ο κόσμος.

Μερικά απ’ αυτά τα γιγάντια πλάσματα

δεν είχανε καν μάτια.

Είχανε μόνο ένα μεγάλο μάτι στη μέση του μετώπου!

Κύκλωπες τους λέγανε.

Και κάτι άλλοι πάλι – οι Εκατόγχειρες –

είχανε εκατό μάτια ο καθένας

και εκατό χέρια ο καθένας

που βγαίναν απ’ το στήθος τους κι απ’ την κοιλιά τους!



Κι όλα αυτά τα πλάσματα μαζί

έκαναν τρομακτική φασαρία.



Ο πατέρας τους ο Ουρανός δεν τα ήθελε καθόλου.

Πήγε και τα παράχωσε μέσα σε κάτι χαντάκια,

σε κάτι χαράδρες,

σε κάτι κοιλώματα της γης,

να μην τα βλέπει αυτά τα τέρατα.



Ο πατέρας τους ο Ουρανός δεν τα ήθελε καθόλου.

Πήγε και τα παράχωσε μέσα σε κάτι χαντάκια,

σε κάτι χαράδρες,

σε κάτι κοιλώματα της γης,

να μην τα βλέπει αυτά τα τέρατα.

Τα λυπήθηκε όμως η μάνα τους η Γη

και πιο πολύ τα πόνεσε γι’ αυτό.

«Αχ, παιδιά μου», αναστέναξε,

«εν τέλει, αυτός ο Ουρανός είναι πολύ κακός

πατέρας.



Δεν τονε θέλω καθόλου.

Δε θέλω να ‘ρχεται κοντά μου.

Δεν τόνε θέλω να ξανάρθει εδώ κάτω.

Τον σιχάθηκα».



Και τότε μίλησε ο μικρότερος απ’ τους Τιτάνες, ο Κρόνος.

«Μη στεναχωριέσαι, μάνα», της είπε,

«Κι εγώ θα κανονίσω να μη ξανάρθει εδώ κάτω,

να μη σε ξαναπειράξει πια».



Εκείνο το βράδυ, λοιπόν,

που ο Ουρανός ήρθε στο κρεβάτι της Γης

και απλώθηκε απάνω της να κοιμηθεί,

πάει κρυφά-κρυφά ο Κρόνος

και μ’ ένα σιδερένιο δρεπάνι,

καμπυλωτό σα ράμφος κοράκου…

χραπ!



Του κόβει το πουλί του και τα μπαλάκια του,

τα γεννητικά του όργανα!



Πετιέται πάνω ο Ουρανός

Και φεύγει ουρλιάζοντας κατάρες:

«Να σε αφανίσει το ίδιο το παιδί σου, Κρόνε·

καταραμένος να ‘σαι».



Αυτό του είπε

κι  έφυγε μακριά και δεν ξαναπλησίασε στη Γη,

παρά χιλιάδες χρόνια μετά,

όταν ένιωσε επιτέλους καλοσύνη,

πόνο κι αγάπη για τους ανθρώπους και τη Γη.



Αλλά αυτό είναι ένα άλλο έργο

                    μια άλλη ιστορία πίστης

     όπου γελάει

              στο γαϊδουράκι απάνω

                                  ο ολόφωτος ιχθύς.  





Ας ξαναγυρίσουμε τώρα στον Κρόνο,

εκεί που τον αφήσαμε

με τα γεννητικά όργανα του πατέρα,

στο αριστερό του,

το γρουσούζικο χέρι.



Τα σηκώνει ψηλά και τα πετάει

έτσι ματωμένα μες στη θάλασσα.



Σηκώθηκε τότε αφρός μεγάλος

Άφρισε όλη η θάλασσα.

Και μέσα απ’ τον αφρό,

αφρό,

αφρό

η Αφροδίτη!

Να την. Αναδύεται

γυμνή και υπέροχη,

μ’ ένα σμάρι από σπουργίτια

γύρω απ’ το καστανοχρυσο κεφάλι της,

και περιστέρια,

που είναι τα πιο ερωτιάρικα πουλάκια.



Αρμενίζει πάνω σ’ ένα όστρακο

που το λένε κι αφροδισιακό

-όπως όλα τα όστρακα εξάλλου-

και στα Κύθηρα πλέει,

κι από κει πάει πια και εγκαθίσταται

στην Πάφο της Κύπρου.



Με το που πάτησε στην Πάφο,

λουλουδάκια και πράσινη χλόη

φύτρωσαν γύρω από τα ποδαράκια της.



Ήταν η πρώτη απ’ τους καινούργιους θεούς

κι είχε για έργο της

τα ψιθυρίσματα των ντροπαλών κοριτσιών,

τα γέλια και τα μυστικά τους,

μα πάνω απ’ όλα, είχε για έργο της αυτό

για το οποίο το φτερωτό αγόρι

δε στάθηκε ποτέ του αρκετό:

Την αληθινή αγάπη και την άδολη ομορφιά.



Στο μεταξύ

ο Κρόνος λευτέρωσε τ’ αδέρφια του,

τους Τιτάνες,

κι αυτά απλώθηκαν σ’ όλη τη γη

και κάναν και δικά τους παιδιά.

Έτσι ήρθε στον κόσμο

η γενιά των καινούργιων θεών.

Δηλαδή απ’ τους Τιτάνες και τις Τιτανίδες

βγήκαν οι καινούργιοι θεοί:

Ο Ποσειδώνας, ο θεός της θάλασσας.

Ο Άδης, ο θεός του Κάτω Κόσμου

και άλλοι

και άλλοι.



Ο Κρόνος όμως, δε λευτέρωσε όλους τους Τιτάνες.

Δε λευτέρωσε τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες.

Τους φοβόταν.

Ακόμα πιο πολύ όμως,

φοβόταν τα ίδια τα δικά του τα παιδάκια,

γιατί τον είχε καταραστεί ο πατέρας του ο Ουρανός

ότι «ένα παιδί σου θα σ’ αφανίσει».



Έπιανε λοιπόν τα μωρά του μόλις γεννιόντουσαν

και τα κατάπινε.

Έτσι κατάπιε την Εστία, τη θεά της νοικοκυροσύνης

και μετά κατάπιε τη Δήμητρα,

τη θεά της γεωργίας και των καρπών

και μετά κατάπιε τον ίδιο τον Άδη,

τον βασιλιά του Κάτω Κόσμου.

Και μετά τον Ποσειδώνα, τον θεό της θάλασσας.



Είδε κι απόειδε η γυναίκα του η Ρέα

κι όταν ήταν έτοιμη να γεννήσει πάλι,

πάει και γεννάει σε μια σπηλιά στην Κρήτη

το καινούργιο της παιδί,

τον Δία.

Γυρνάει στον άντρα της τον Κρόνο,

που περίμενε πώς και πώς

να φάει το νεογέννητο

και τού δίνει μια πέτρα

που την είχε τυλίξει

μέσα σε φασκιές μωρού.

Την παίρνει και την καταπίνει την πέτρα ο Κρόνος.

Έτσι ξεγελάστηκε.

Κι έτσι γλίτωσε ο Δίας.

Μέσα στην σκοτεινή σπηλιά, με συντροφιά του με κατσίκα,

την Αμάλθεια.

Με το δικό της το γάλα μεγάλωνε

κι όταν μεγάλωσε λιγάκι,

πάει και βρίσκει τη μάνα του τη Ρέα

και της ζητάει κρυφά,

να τον κάνει υπηρέτη του μπαμπά του,

του Κρόνου.

Αλλά να μην του το πει.



Γίνεται λοιπόν, ο Δίας υπηρέτης του πατέρα του

και του δίνει να πιει μια ολόκληρη κανάτα μέλι,

που μέσα όμως είχε ανακατέψει ένα μαντζούνι.

Όποιος το ‘πινε,

ξερνούσε όλη νύχτα

κι ο Κρόνος με το που το ήπιε,

έβγαλε τα τζιέρια του.

Έβγαλε ό,τι είχε και δεν είχε:

Πρώτα-πρώτα την πέτρα που είχε καταπιεί

κι ύστερα τον Ποσειδώνα,

τον Άδη,

τη Δήμητρα,

την Εστία

κι έπεσε αμέσως σε λήθαργο.



Τον πιάνει τότε ο Δίας, του φοράει τα δεσμά,

τον δένει γερά και τον παίρνει μαζί του

εκεί που τελειώνει ο κόσμος,

εκεί που τελειώνει η θάλασσα,

εκεί που είναι το νησί των Μακάρων.



Κοιμόταν ο Κρόνος, τίποτα δεν κατάλαβε,

και τον σωριάζει εκεί πέρα

και βάζει τον Άνεμο φρουρό

να μην μπορεί πια να το σκάσει.

Έτσι και πάει να κουνηθεί,

Σηκώνεται και τον πετάει πίσω

Πίσω ξανά, ο μεγάλος Άνεμος.



Αυτός ο Άνεμος

που κάποτε έκανε τη Νύχτα να γεννοβολήσει,

τώρα κρατάει για πάντα εκεί, στο άγνωστο νησί,

το εγγόνι της, τον Κρόνο,

που άλλοι τον λέγαν Χρόνο

-«ο πατέρας χρόνος με το δρεπάνι», λέγανε-

κι άλλοι τον λέγαν Κόρακα.



Γιατί;

    Θα σας γελάσω.

Και έμεινε για πάντα εκεί

         σ’ εκείνο το άγνωστο νησί

    στα χρόνια του παλιού χρυσωρυχείου

και όλη εκείνη η εποχή

   μαζί του χάθηκε κι αυτή

             σε μια χαψιά του χρόνου του Κρονίου.



Όσο για τον καινούργιο θεό, τον Δία,

μαζί με τ’ αδέρφια του, τους άλλους θεούς,

ανέβηκαν κι εγκαταστάθηκαν στην κορυφή του Ολύμπου.

Ο Δίας πήρε μαζί του για φυλαχτό

το κέρατο από εκείνη την κατσίκα που τον μεγάλωσε,

την Αμάλθεια.



Αυτό το κέρατο που λέτε ήταν μαγικό,

ό,τι φαγητό ήθελες, ξεχείλιζε ή πεταγόταν από μέσα

σαν… τοστιέρα.

Κι ό,τι ήθελες να πιεις, οποιοδήποτε ποτό,

ανάβλυζε μέσα απ’ αυτό το κέρατο.

Το κέρας της αφθονίας.  



Έτσι το έλεγαν οι αρχαίοι παππούδες:

Το κέρας της αίγας.

Κι από ευγνωμοσύνη ο Δίας

ανέβασε στον ουρανό την αίγα, την Αμάλθεια.

Την έκανε αστερισμό.

Κι έτσι άρχισε να μπαίνει τάξη στην απεραντοσύνη.



Πώς ο καλός ταχυδακτυλουργός βγάζει από ένα τίποτα

λαγό, μαντήλι κόκκινο ή περιστέρι

κι αποκαλύπτει αργά-αργά

μια γυναίκα μετέωρη που πετάει;

Έτσι άρχισε δειλά-δειλά, να ξεπροβάλει από ψηλά

ο κόσμος μας σα ζωγραφιά μες απ’ το χάος·

με το αστεράκι του Αιγόκερω.



Το βράδυ φαίνεται απ’ τις ταράτσες μας

μα πιο καλά φαίνεται από καμιά ήσυχη παραλία

του καλοκαιριού.



Αχ, ο κόσμος σα ζωγραφιά



Κοιμηθείτε τώρα πουλάκια μου

                         γεννά η νύχτα τα όνειρα

   με το μεγάλο μπλε φτερό της

                  κι αύριο, πρώτα ο Θεός,

  θα δούμε τη συνέχεια.